Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

«ἡ σκέ­ψη τῶν σύγ­χρο­νων νέ­ων εἶ­ναι εἰ­κο­νο­κεν­τρι­κή καί ὄ­χι λο­γο­κεν­τρι­κή» .



Φώτης Σχοινᾶς Δρ. φιλοσοφίας, νέος Λόγιος Ερμής τ. 11

Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό φαι­νό­με­νο τῆς ἐ­πο­χῆς μας εἶ­ναι ἡ δρα­μα­τι­κή ἀ­πο­μά­κρυν­ση τῶν συγ­χρό­νων ἐ­φή­βων ἀ­πό τή πο­λι­τι­σμι­κή σφαῖ­ρα τῆς δι­κῆς μας γε­νιᾶς. Οἱ σύγ­χρο­νοι νέ­οι δεί­χνουν ὁ­λο­έ­να καί πιό ἔν­το­νη ἀ­δι­α­φο­ρί­α γιά τήν πο­λι­τι­σμι­κή σφαῖ­ρα καί δη­μι­ουρ­γί­α τῶν προ­η­γού­με­νων γε­νε­ῶν(1).

Τό χά­σμα τῶν γε­νε­ῶν ὑ­πῆρ­χε ἀ­νέ­κα­θεν, ἀλ­λά σή­με­ρα ἔ­χει προσ­λά­βει δρα­μα­τι­κές δι­α­στά­σεις. Ὅ­πως ἔ­χει γρα­φεῖ, «Ἄν τό χά­σμα τῶν γε­νε­ῶν ἀ­πο­τε­λοῦ­σε πάν­τα προ­σφι­λές θέ­μα καί δυ­σε­πί­λυ­το ζή­τη­μα γιά τούς κοι­νω­νι­ο­λό­γους, τούς ψυ­χο­λό­γους, τούς ἐκ­παι­δευ­τι­κούς καί βέ­βαι­α τούς γο­νεῖς, τό ψη­φια­κό χά­σμα (digital divide) ἀ­νά­με­σα στήν πρώ­τη ἠ­λε­κτρο­νι­κή γε­νιά (e-generation) καί τούς γο­νεῖς ἤ τούς δα­σκά­λους της (ἰ­δί­ως ὅ­σους δέν ἔ­χουν σχέ­ση μέ τίς νέ­ες τε­χνο­λο­γί­ες) φαν­τά­ζει ἀ­γε­φύ­ρω­το. Ὁ λό­γος γιά τούς ση­με­ρι­νούς ἐ­φή­βους, δη­λα­δή τά παι­διά πού γεν­νή­θη­καν ἀ­πό τίς ἀρ­χές τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1990 καί με­τά, πού ἀ­πέ­κτη­σαν μί­α παι­δεί­α ση­μαν­τι­κά ἀλ­λι­ώ­τι­κη καί ἕ­να τρό­πο ζω­ῆς ρι­ζι­κά δι­α­φο­ρε­τι­κό ἀ­πό τήν προ­η­γού­με­νη γε­νιά. Τά παι­διά αὐ­τά ἄρ­χι­σαν νά ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τόν κό­σμο με­τά τό 1994, χρο­νιά κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἄρ­χι­σαν νά δι­α­δί­δον­ται εὐ­ρύ­τα­τα τό δι­α­δί­κτυ­ο, ἡ κι­νη­τή τη­λε­φω­νί­α καί οἱ ἐ­φαρ­μο­γές τους. Στό σχο­λεῖ­ο τά παι­διά ἤ­δη βι­ώ­νουν μί­α ἔν­το­νη ἀ­συμ­βα­τό­τη­τα ἀ­νά­με­σα στόν κα­θι­ε­ρω­μέ­νο τρό­πο μά­θη­σης καί τήν ἐ­πα­να­στα­τι­κή λο­γι­κή τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου. Ἡ κλασ­σι­κή μέ­θο­δος δι­δα­σκα­λί­ας ἀ­παι­τεῖ ἐ­κτε­τα­μέ­νο δι­ά­βα­σμα καί κο­πι­α­στι­κή ἐμ­βά­θυν­ση σέ κά­θε γνω­στι­κό ἀν­τι­κεί­με­νο, πα­ράλ­λη­λα μέ τήν ἀ­πο­μνη­μό­νευ­ση ἐ­κτε­νοῦς ὕ­λης. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ κουλ­τού­ρα τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου ἐμ­πε­δώ­νει εὔ­κο­λα τή λο­γι­κή τοῦ “πε­ρί­που”, προ­σφέ­ρει μί­α ἄ­με­ση σφαι­ρι­κή γε­νι­κευ­μέ­νη ἀν­τί­λη­ψη γιά τά πάν­τα, ἐν­το­πί­ζει τά ση­μαν­τι­κά καί ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γιά τή λε­πτο­μέ­ρεια, ἀ­φοῦ σ’­αὐ­τή μπο­ρεῖ ἄ­νε­τα νά προ­σφύ­γει ὁ χρή­στης τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, ὅ­ταν τή χρεια­στεῖ καί ἐ­φό­σον εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λα ἐκ­παι­δευ­μέ­νος, γιά νά τήν ἀ­να­ζη­τή­σει. Αὐ­τός ὁ δι­α­δι­κτυα­κός πο­λι­τι­σμός ἀ­πο­ξε­νώ­νει τό βι­βλί­ο ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε εἴ­δους ἀ­πό τόν κό­σμο τῶν ἐ­φή­βων, για­τί αὐ­τοί δυ­σκο­λεύ­ον­ται νά συγ­κεν­τρω­θοῦν σέ ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο θέ­μα, νά πε­ρι­ο­ρι­στοῦν στίς πε­πε­ρα­σμέ­νες σε­λί­δες ἑ­νός βι­βλί­ου καί νά τό δι­α­βά­σουν. Γιά τά παι­διά αὐ­τά, τό δι­α­δί­κτυ­ο εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἑλ­κυ­στι­κό ἀ­πό ἕ­να βι­βλί­ο, για­τί εἶ­ναι δι­α­δρα­στι­κό, γρή­γο­ρο, δυ­να­μι­κό καί κυ­ρί­ως για­τί με­τα­βάλ­λε­ται συ­νε­χῶς. Ἐ­πι­πλέ­ον, τό δι­ά­βα­σμα στό δι­α­δί­κτυ­ο εἶ­ναι πιο συ­νο­πτι­κό, εὔ­κο­λο, γρή­γο­ρο καί κυ­ρί­ως δι­α­σκε­δα­στι­κό, ἀ­φοῦ συν­δυά­ζει τό κεί­με­νο μέ φω­το­γρα­φί­ες, ἤ­χους καί βίν­τε­ο» (2).

Ἡ εἴ­σο­δος στήν πο­λι­τι­σμι­κή σφαῖ­ρα τῆς κά­θε προ­η­γού­με­νης γε­νιᾶς γι­νό­ταν μέ­χρι τώ­ρα βα­σι­κά μέ τό δι­ά­βα­σμα. Ἡ ἀ­νά­γνω­ση τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς, φι­λο­σο­φι­κῆς καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς πα­ρα­γω­γῆς τῶν προ­η­γού­με­νων γε­νε­ῶν κα­θι­στοῦ­σε τούς νέ­ους κοι­νω­νούς αὐ­τῆς. Ἄλ­λω­στε καί ἡ βα­σι­κή πρα­κτι­κή τοῦ σχο­λεί­ου, ὡς θε­σμοῦ ἀ­να­πα­ρα­γω­γῆς τῆς κυ­ρί­αρ­χης κουλ­τού­ρας καί με­ταγ­γί­σε­ώς της στίς νε­ώ­τε­ρες γε­νι­ές, ἦ­ταν καί ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά εἶ­ναι τό δι­ά­βα­σμα. «Τό σχο­λεῖ­ο εἶ­ναι ἀ­πό­το­κο τῆς τυ­πο­γρα­φί­ας» γρά­φει ὁ Νήλ Πό­στμαν (3). Στίς μέ­ρες μας ὅ­μως ἔ­χου­με τήν κο­σμο­γο­νι­κῆς ση­μα­σί­ας εἰ­σβο­λή τῆς τε­χνο­λο­γί­ας ὡς βα­σι­κοῦ ἐρ­γα­λεί­ου προ­σοι­κει­ώ­σε­ως τοῦ κό­σμου καί τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Οἱ μα­θη­τές μα­θαί­νουν, ἐ­πι­κοι­νω­νοῦν καί δι­α­σκε­δά­ζουν μέ­σῳ τοῦ ἠ­λε­κτρο­νι­κοῦ ὑ­πο­λο­γι­στῆ, τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου καί τῶν ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν παι­χνι­δι­ῶν. Τό δι­ά­βα­σμα ἔ­χει πε­ρι­ο­ρι­σθεῖ σέ ἁ­πλᾶ καί εὔ­κο­λα βι­βλί­α (4). Κυ­ρι­ο­λε­κτι­κῶς εἰ­πεῖν, τό βι­βλί­ο εἶ­ναι ὁ με­γά­λος ἀ­πών ἀ­πό τή νε­α­νι­κή κουλ­τού­ρα (5). Τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τοῦ εἶ­ναι ὅ­τι οἱ μη­χα­νι­σμοί με­τα­δό­σε­ως τῆς κα­θι­ε­ρω­μέ­νης κουλ­τού­ρας ἔ­χουν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά δι­α­λυ­θεῖ (6).

Οἱ σύγ­χρο­νοι ἔ­φη­βοι ἀ­γνο­οῦν τή λο­γο­τε­χνι­κή καί φι­λο­σο­φι­κή πα­ρα­γω­γή τῶν προ­η­γού­με­νων γε­νε­ῶν. Ἀ­γνο­οῦν (ἀλ­λά καί ἀ­δι­α­φο­ροῦν γιά) τήν ἱ­στο­ρί­α, τήν το­πι­κή-ἐ­θνι­κή καί παγ­κό­σμια. Ἀ­γνο­οῦν τά βα­σι­κά δόγ­μα­τα καί ἀρ­χές τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς θρη­σκεί­ας. Ἀ­γνο­οῦν τίς Βι­βλι­κές ἀ­φη­γή­σεις, τῆς Πα­λαι­ᾶς καί Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Κυ­ρι­ο­λε­κτι­κῶς εἰ­πεῖν, στίς μέ­ρες μας, κυ­ο­φο­ρεῖ­ται ἕ­νας νέ­ος, πρω­τό­φαν­τος ἀν­θρω­πο­λο­γι­κός καί πο­λι­τι­σμι­κός τύ­πος, σέ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νος ἀ­πό τόν μέ­χρι τώ­ρα πο­λι­τι­σμό καί κα­θι­ε­ρω­μέ­νη λο­γο­τε­χνι­κή, φι­λο­σο­φι­κή καί θρη­σκευ­τι­κή κουλ­τού­ρα.

Ἐ­πί­σης ἡ δι­α­μόρ­φω­ση τῆς νε­α­νι­κῆς κουλ­τού­ρας ἔ­χει ξε­φύ­γει ἀ­πό τόν ἔ­λεγ­χο τῶν ἐ­νη­λί­κων καί ἔ­χει τε­θεῖ ὑ­πό τόν ἔ­λεγ­χο τοῦ ἐμ­πο­ρί­ου, τῆς τη­λε­ό­ρα­σης καί γε­νι­κά τῶν ἀρ­χι­τε­κτό­νων καί σχε­δια­στῶν τῆς σύγ­χρο­νης δι­α­σκέ­δα­σης τῶν νέ­ων (7). Οἱ γο­νεῖς καί οἱ δά­σκα­λοι ἀ­δυ­να­τοῦν νά ἀ­σκή­σουν ση­μαν­τι­κή ἐ­πιρ­ρο­ή στούς νέ­ους καί στήν κουλ­τού­ρα τους.

Ἔ­χει πα­ρα­τη­ρη­θεῖ ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σα στήν κουλ­τού­ρα τοῦ σχο­λεί­ου καί στήν κουλ­τού­ρα τῆς ὀ­θό­νης (8). Τά βιν­τε­ο­παι­χνί­δια καί ἡ τη­λε­ό­ρα­ση ἔ­χουν ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα κα­κή σχο­λι­κή ἐ­πί­δο­ση. Του­ναν­τί­ον, ἡ σχο­λι­κή ἐ­πι­τυ­χί­α εἶ­ναι ἀ­πό­το­κος τοῦ δι­α­βά­σμα­τος (9). Ὅ­μως ἡ ἀν­θρω­πι­στι­κή κουλ­τού­ρα, πού δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἀ­πό τό δι­ά­βα­σμα τῶν κλασ­σι­κῶν τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, δέν ἐν­δι­α­φέ­ρει τούς σύγ­χρο­νους νέ­ους καί δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τι­κεί­με­νο καί θέ­μα συ­ζη­τή­σε­ών τους (10). Ἄ­ρα δέν ἀ­πο­τε­λεῖ κί­νη­τρο καί μο­χλό κοι­νω­νι­κο­ποι­ή­σε­ως τῶν νέ­ων. Ἀν­τι­θέ­τως, ἐ­άν ἕ­νας ἔ­φη­βος δέν βλέ­πει συγ­κε­κρι­μέ­να προ­γράμ­μα­τα στήν τη­λε­ό­ρα­ση, ἐ­άν δέν ἀ­κού­ει συγ­κε­κρι­μέ­νη μου­σι­κή, ἐ­άν ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γιά τό πο­δό­σφαι­ρο καί δέν εἶ­ναι ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νος μέ συγ­κε­κρι­μέ­να βιν­τε­ο­παι­χνί­δια κιν­δυ­νεύ­ει νά τε­θεῖ στό πε­ρι­θώ­ριο ἀ­πό τίς πα­ρέ­ες τῶν ὁ­μη­λί­κων του (11).

Ἀ­κό­μη, οἱ μου­σι­κές προ­τι­μή­σεις τῶν νέ­ων πού συ­νο­δεύ­ον­ται ἀ­πό ἀν­τί­στοι­χο ντύ­σι­μο, τρό­πο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς καί εἰ­δι­κά ἀ­ξε­σου­άρ κα­τα­σκευ­ά­ζον­ται καί λαν­σά­ρον­ται ἀ­πό πο­λυ­ε­θνι­κές ἑ­ται­ρεῖ­ες. Ἡ οἰ­κό­γε­νεια καί τό σχο­λεῖ­ο ἀ­δυ­να­τοῦν παν­τε­λῶς νά ἀ­σκή­σουν ση­μαν­τι­κή ἐ­πιρ­ρο­ή σ’­αὐ­τά. Ἀ­κό­μη, ὁ κοι­νω­νι­κός ἔ­λεγ­χος τῶν συγ­χρό­νων ἐ­φή­βων ἐ­πι­τε­λεῖ­ται βα­σι­κά ἀ­πό τούς ὁ­μη­λί­κους τους, τούς συμ­μα­θη­τές τους καί ἔ­χει θέ­σει ἐκ πο­δών τόν κοι­νω­νι­κό ἔ­λεγ­χο τῶν ἐ­νη­λί­κων, τῶν γο­νέ­ων καί δα­σκά­λων (12). Ὁ σύγ­χρο­νος ἔ­φη­βος, προ­κει­μέ­νου νά γί­νει ἀ­πο­δε­κτός ἐ­ξο­μοι­ώ­νε­ται κα­τά πάν­τα καί ἐν πολ­λοῖς ἀ­κρί­τως πρός τούς ὁ­μη­λί­κους του. Τό σλόγ­καν «γιά νά εἶ­σαι ὁ ἑ­αυ­τός σου, πρέ­πει πρῶ­τα ἀ­πό ὅ­λα νά εἶ­σαι ὅ­πως ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι» κυ­ρια­ρχεῖ στους σύγ­χρο­νους ἐ­φή­βους (13). Ἡ νε­α­νι­κή κουλ­τού­ρα κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ὁ­μά­δα τῶν ὁ­μη­λί­κων (πού κι αὐ­τή μέ τή σει­ρά της κα­θο­ρί­ζε­ται καί λαν­σά­ρε­ται ἐν­τέ­χνως ἀ­πό ὀρ­γα­νω­μέ­να οἰ­κο­νο­μι­κά συμ­φέ­ρον­τα) καί δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται οὔ­τε ἡ ἐ­λά­χι­στη ἀ­πό­κλι­ση ἀ­πό τίς κα­θι­ε­ρω­μέ­νες νόρ­μες της. Πρό­κει­ται γιά τόν γε­νι­κευ­μέ­νο κομ­φορ­μι­σμό τῆς ἐ­πο­χῆς μας, ὅ­πως ἐ­πι­ση­μαί­νει ὁ Κορ­νή­λιος Κα­στο­ριά­δης, πού δέν ἀ­νέ­χε­ται καμ­μί­α ἀ­πό­κλι­ση ἀ­πό τήν κα­θι­ε­ρω­μέ­νη νο­ο­τρο­πί­α καί τρό­πο ζω­ῆς ἐν ὀ­νό­μα­τι τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­πο­δο­χῆς (14). Βε­βαί­ως, δέν πρέ­πει νά δι­α­φεύ­γει τῆς προ­σο­χῆς μας, ὅ­τι ἡ τυ­ραν­νί­α πού μπο­ρεῖ νά ἀ­σκή­σει ἡ ὁ­μά­δα (ἔ­στω ἡ ὁ­μά­δα ὁ­μη­λί­κων) μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πο­λύ βα­ρύ­τε­ρη ἀ­πό τήν «τυ­ραν­νί­α» πού μπο­ρεῖ νά ἀ­σκή­σει ἕ­να ἄ­το­μο (π.χ. ὁ κα­θη­γη­τής). Πρό­κει­ται γιά τήν κα­τά τήν Χά­να Ἄ­ρεντ τυ­ραν­νί­α τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας (15).

Οἱ νε­α­νι­κές μου­σι­κές προ­τι­μή­σεις – ράπ, ρέγ­κε, πάνκ ρόκ– ὑ­πα­γο­ρεύ­ουν ὁ­ρι­σμέ­νο τρό­πο συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, ὁ­μι­λί­ας, ἔν­δυ­σης, ἐν γέ­νει συ­νύ­παρ­ξης μέ τούς ἄλ­λους (16). Ἡ κλασ­σι­κή μου­σι­κή, ἀλ­λά καί ἡ ἐγ­χώ­ρια ἔν­τε­χνη μου­σι­κή, δέν προ­σφέ­ρουν τέ­τοι­ες δυ­να­τό­τη­τες. Ἡ ἐ­πί­δρα­ση τῆς μου­σι­κῆς στόν ἀν­θρώ­πι­νο ψυ­χι­σμό, συμ­πε­ρι­φο­ρά καί ἦ­θος εἶ­ναι ἀ­ναν­τίρ­ρη­τη καί δι­ε­γνω­σμέ­νη ἤ­δη ἀ­πό τους Πλά­τω­να, Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, Πλού­ταρ­χο, Μ. Βα­σί­λει­ο καί ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη Χρυ­σό­στο­μο. Ἡ μου­σι­κή δέν ἐμ­πε­ρι­έ­χει μό­νο τό στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­πό­λαυ­σης, ἀλ­λ’­ἐ­ξί­σου ἐν­τό­νως καί τό παι­δευ­τι­κό. «Πό­τε­ρον τήν μου­σι­κήν, παι­δεί­αν ἤ παι­διάν;», δι­ε­ρω­τᾶ­ται ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης (17). «Τί ἀ­πό τά δύ­ο εἶ­ναι ἡ μου­σι­κή, παι­δεί­α ἤ παι­χνί­δι, δι­α­σκέ­δα­ση;» Ἀ­ναμ­φι­βό­λως καί τά δύ­ο ἀ­πο­φαί­νε­ται ὁ Στα­γι­ρί­της (18). Καί ὁ Πλά­των καί ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος κά­νουν λό­γο γιά τόν ἠ­θο­πλα­στι­κό καί θε­ρα­πευ­τι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς μου­σι­κῆς (19). Ὅ­σοι ἐμ­πλε­κό­μα­στε ἐ­νερ­γῶς μέ τήν ἐκ­παί­δευ­ση τῶν νέ­ων γνω­ρί­ζου­με κα­λά τήν πα­ρα­βα­τι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά αὐ­τῶν. Ἆ­ρα­γε εἶ­ναι ἄ­σχε­τα τά μου­σι­κά ἀ­κού­σμα­τά τους ἀ­πό τήν πα­ρα­βα­τι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά τους;

Οἱ ἐ­πι­πτώ­σεις τῶν ἀ­νω­τέ­ρω ἐ­πι­ση­μάν­σε­ων στήν προ­σω­πι­κό­τη­τα καί τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν νέ­ων εἶ­ναι κα­τα­λυ­τι­κές. Κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά δη­μι­ουρ­γεῖ­ται νέ­ος ἀν­θρω­πο­λο­γι­κός τύ­πος μέ μει­ω­μέ­νη γλωσ­σι­κή καί σκε­πτι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα, ἀ­κό­μη δέ καί μέ μει­ω­μέ­νο κα­λαι­σθη­τι­κό γοῦ­στο καί ποι­ο­τι­κά αἰ­σθη­τι­κά κρι­τή­ρια. Στό νέ­ο αὐ­τό ἀν­θρω­πο­λο­γι­κό τύ­πο κυ­ρια­ρχεῖ ἡ ἐ­ξημ­μέ­νη φαν­τα­σί­α (λέ­γον­τας ἐ­δῶ φαν­τα­σί­α ἐν­νο­ο­ῶ τό ἀ­χα­λί­νω­το καί πα­ρορ­μη­τι­κό ξε­τύ­λιγ­μα εἰ­κό­νων καί πα­ρα­στά­σε­ων μέ πα­ράλ­λη­λη ἀ­που­σί­α ὀρ­γα­νω­μέ­νης καί πει­θαρ­χη­μέ­νης ἔλ­λο­γης σκέ­ψης). Πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά ὁ συ­νά­δελ­φος Δη­μή­τρης Μπαλ­τᾶς ἔ­γρα­ψε στήν Εὐ­θύ­νη ὅ­τι «ἡ σκέ­ψη τῶν σύγ­χρο­νων νέ­ων εἶ­ναι εἰ­κο­νο­κεν­τρι­κή καί ὄ­χι λο­γο­κεν­τρι­κή» (20). Ἀ­κό­μη, ὁ ἴ­διος συγ­γρα­φέ­ας γρά­φει: «ὁ με­τα­νε­ω­τε­ρι­κός ἄν­θρω­πος ἔ­χει γί­νει μέ­ρος τοῦ κυ­ρί­αρ­χου πλέ­ον “πο­λι­τι­σμοῦ τῆς εἰ­κό­νας”, ἐ­νῶ ἔ­χει ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀ­πό τόν “πο­λι­τι­σμό τοῦ λό­γου.” Ἐ­άν σή­με­ρα ἡ εἰ­κό­να ἐ­πι­δρᾶ κα­τα­λυ­τι­κά στήν ἀν­θρώ­πι­νη συ­νεί­δη­ση, ὁ λό­γος ὑ­πο­χω­ρεῖ, πρᾶγ­μα πού ὁ­δη­γεῖ, σέ τε­λι­κή ἀ­νά­λυ­ση, ὄ­χι μό­νο σέ μί­α γλωσ­σι­κή ἀ­νε­πάρ­κεια ἀλ­λά καί σέ μί­α πραγ­μα­τι­κή ἀ­που­σί­α σχέ­σε­ως τοῦ ἐ­γώ μέ τό σύ» (21). Στή σύγ­χρο­νη, κυ­ρί­αρ­χη κουλ­τού­ρα τῆς ὀ­θό­νης, τόν κύ­ριο ρό­λο ἔ­χει ἡ εἰ­κό­να, ἐ­νῶ ὁ λό­γος πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σέ δευ­τε­ρεύ­ον­τα, ἐ­που­σι­ώ­δη, ἐ­πε­ξη­γη­μα­τι­κό τῆς εἰ­κό­νας ρό­λο. Ἔ­τσι ὁ σύγ­χρο­νος νέ­ος δέν σκέ­φτε­ται μέ ἔν­νοι­ες-λέ­ξεις, ἀλ­λά μέ εἰ­κό­νες-πα­ρα­στά­σεις. Εἶ­ναι πε­ρί­ερ­γο ὅ­τι στούς συγ­χρό­νους μα­θη­τές πα­ρα­τη­ρεῖ­ται δρα­μα­τι­κή αὔ­ξη­ση τῆς δυσ­λε­ξί­ας καί λοι­πῶν μα­θη­σια­κῶν δυ­σκο­λι­ῶν;

Ἀλ­λά καί ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α ἀ­νά­με­σα στούς νέ­ους γί­νε­ται ἐν πολ­λοῖς μέ­σῳ τοῦ chatting στό δι­α­δί­κτυ­ο. Ἡ ζων­τα­νή ἐ­πι­κοι­νω­νί­α με­τα­ξύ προ­σώ­πων ὑ­πο­χω­ρεῖ καί τή θέ­ση της παίρ­νει τό λί­γο-πο­λύ ἀ­πρό­σω­πο chatting στό δι­α­δί­κτυ­ο. Τοῦ­το ὅ­μως ἔ­χει σο­βα­ρές ἐ­πι­πτώ­σεις καί στή γλωσ­σι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα τῶν νέ­ων, ἀ­φοῦ οἱ λέ­ξεις, ἀλ­λά καί ἡ δο­μή τοῦ λό­γου, ἀλ­λοι­ώ­νον­ται. Στό chatting τοῦ ὑ­πο­λο­γι­στῆ δέν ξαί­ρεις τήν ταυ­τό­τη­τα αὐ­τοῦ μέ τόν ὁ­ποῖ­ο μι­λᾶς, δέν μπο­ρεῖς νά δι­α­πι­στώ­σεις ἄν σοῦ λέ­ει ἀ­λή­θει­ες ἤ ψεύ­δη, ἀ­φοῦ ἄλ­λω­στε ἡ ζων­τα­νή πα­ρου­σί­α τοῦ/τῆς ἄλ­λου/ἄλ­λης καί ἡ λε­γο­μέ­νη «γλῶσ­σα τοῦ σώ­μα­τος», ἡ χροι­ά καί ὁ ἐ­πι­το­νι­σμός τῆς ζων­τα­νῆς φω­νῆς εἶ­ναι ἀ­ποῦ­σες. Στό δέ χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νο γλωσ­σι­κό κώ­δι­κα οἱ λέ­ξεις εἶ­ναι συν­το­μευ­μέ­νες καί συν­θη­μα­τι­κές, ἡ δέ σύν­τα­ξη στοι­χει­ώ­δης, θο­λή καί ἄ­ναρ­χη. Τό chat πε­ρι­έ­χει ἀ­νε­στραμ­μέ­νη γλῶσ­σα, γλῶσ­σα ἀρ­γκό, εἶ­ναι γλῶσ­σα χυ­δαί­α, γε­μά­τη βω­μο­λο­χί­ες, γλῶσ­σα μέ σε­ξου­α­λι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο καί πε­ρι­έ­χει πολ­λά ψεύ­δη καί μυ­θο­πλα­σί­ες (22). Χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται εὐ­ρέ­ως ἀ­πό τούς νέ­ους για­τί τούς βο­η­θᾶ νά πα­ρα­κάμ­πτουν ἕ­να μό­νι­μο ἐ­φιά­λτη τους: τήν τυ­ραν­νί­α τῆς ἐμ­φά­νι­σης (23). Βέ­βαι­α, ὅ­ταν ἡ ἠ­λε­κτρο­νι­κή σχέ­ση με­τα­βλη­θεῖ σέ ζων­τα­νή, πολ­λές φο­ρές κυ­ρια­ρχεῖ ἡ ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση ἀ­πό τή φυ­σι­κή πα­ρου­σί­α τοῦ/τῆς ἄλ­λου/ἄλ­λης (ὄ­χι κα­τ’­ἀ­νάγ­κην ἀ­πό τή σω­μα­τι­κή ἐμ­φά­νι­σή του/της) (24). Εἶ­ναι πε­ρί­ερ­γο ὅ­τι ἡ σύγ­χυ­ση, ἡ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα καί ἡ συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ρευ­στό­τη­τα καί ἀ­στά­θεια κυ­ρια­ρχοῦν στούς σύγ­χρο­νους ἐ­φή­βους;

Ἰ­δι­αί­τε­ρα γιά τήν ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα, ὁ λε­κτι­κός τύ­πος πού χρη­σι­μο­ποι­οῦν οἱ νέ­οι γιά νά ἐ­πι­κοι­νω­νή­σουν μέ­σῳ τῆς κι­νη­τῆς τη­λε­φω­νί­ας, τά λε­γό­με­να Greeklish, ἀ­πο­τε­λεῖ σο­βα­ρό κίν­δυ­νο ρή­ξε­ως τῆς ἀ­δι­ά­σπα­στης συ­νέ­χειας τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας ἀ­πό τήν ὁ­μη­ρι­κή μέ­χρι τή σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χή. Ἀ­πο­τε­λεῖ παν­θο­μο­λο­γού­με­νο γε­γο­νός, ἐ­πι­στη­μο­νι­κά τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νο, ὅ­τι ἡ ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα εἶ­ναι δι­α­χρο­νι­κά ἑ­νια­ία καί συ­νε­χής, πα­ρά τίς, ἀ­να­πό­φευ­κτες ἄλ­λω­στε, με­τα­βο­λές ἀ­πό τήν ἀρ­χαί­α μέ­χρι τή σύγ­χρο­νη φά­ση της. Αἴφ­νης ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Τσά­τσος ἀ­πο­φαί­νε­ται: «Ἐ­νῶ ὅ­μως ἡ γλώσ­σα εἶ­ναι κά­τι τό­σο προ­σω­πι­κό, εἶ­ναι συγ­χρό­νως καί ἐ­θνι­κό. Κά­θε λα­ός ἔ­χει τή γλώσ­σα πού τοῦ ἀ­ξί­ζει. Στή γλώσ­σα, ὅ­πως καί στά τρα­γού­δια του, ἐ­να­πο­θη­κεύ­ε­ται ὁ πο­λι­τι­σμός του. Ἡ γλώσ­σα εἶ­ναι γι­’­αὐ­τό ὁ πιό ἀ­δι­ά­ψευ­στος μάρ­τυ­ρας τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς του συ­νεί­δη­σης καί τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς του συ­νέ­χειας. Τό ση­μαν­τι­κώ­τε­ρο πι­στο­ποι­η­τι­κό ὅ­τι εἴ­μα­στε ἕ­να Γέ­νος ἀ­δι­ά­σπα­στο στή συ­νέ­χειά του, ἀ­πό τόν Ὅ­μη­ρο ὥς σή­με­ρα, εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τή ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς γλώσ­σας, πι­στο­ποι­η­τι­κό πού ἀ­να­τρέ­πει ἑ­κα­τό αἰ­σθη­σι­ο­κρα­τι­κές αἱ­μα­το­λο­γί­ες τύ­που Φαλ­με­ρά­γι­ερ» (25). Ὡ­σαύ­τως ὁ ἐκ τῶν πρω­τερ­γα­τῶν στήν ἀ­πο­κρυ­πτο­γρά­φη­ση τῆς Γραμ­μι­κῆς Β΄, στε­νός συ­νερ­γά­της τοῦ Βέν­τρις, Ἄγ­γλος ἑλ­λη­νι­στής Τζών Τσάν­τγου­ϊκ, εἶ­χε δη­λώ­σει: «Ἡ γλῶσ­σα πού μι­λοῦ­σε κά­ποι­ος βο­σκός σέ μιά ἀ­πό­κεν­τρη πε­ρι­ο­χή τῆς Πε­λο­πον­νή­σου, 1200 χρό­νια πρίν γεν­νη­θεῖ ὁ Χρι­στός, εἶ­ναι, πα­ρ’­ὅ­λες τίς δι­α­φο­ρές της, ἡ ἴ­δια γλῶσ­σα μέ τήν ἑλ­λη­νι­κή πού μι­λι­έ­ται σή­με­ρα» (26). Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἐ­πί τῆς ἀ­νω­τέ­ρω ἀ­πο­φάν­σε­ως τοῦ Ἄγ­γλου ἑλ­λη­νι­στοῦ κα­τα­θέ­τω τήν ἑ­ξῆς μαρ­τυ­ρί­α. Ὁ πα­τέ­ρας μου, κα­τα­γό­με­νος ἀ­πό ἕ­να μι­κρό χω­ριό τῆς ὀ­ρει­νῆς Ἀ­χα­ΐ­ας, μοῦ εἶ­πε ὅ­τι στό χω­ριό του οἱ βο­σκοί ἔ­λε­γαν ὅ­τι «αὐ­τή ἡ κα­τσί­κα ἔ­χει λα­πού­ρα(=κοι­λιά)». Ἡ λέ­ξη αὐ­τή εἶ­ναι ὁ­μη­ρι­κή. Στό λε­ξι­κό H. Liddel-R. Scott, στό λῆμ­μα λα­πά­ρα, δι­α­βά­ζου­με «τό μα­λα­κόν μέ­ρος τοῦ σώ­μα­τος τό με­τα­ξύ τῶν πλευ­ρῶν καί τοῦ ἰ­σχί­ου, ἡ λα­γών». Στήν Ἰ­λιά­δα Ζ, 68 δι­α­βά­ζου­με: «τόν δέ κρεί­ων Ἀ­γα­μέ­μνων οὖ­τα κα­τά λα­πά­ρην∙ὁ δ’­ἀ­νε­τρά­πε­το». Με­τά­φρα­ση (Ο. Κο­μνη­νοῦ-Κα­κρι­δῆ): «Ὁ βα­σι­λιάς Ἀ­γα­μέ­μνο­νας τό­τε τόν κτύ­πη­σε στό λα­γό­νι, κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­πε­σε ἀ­νά­σκε­λα» (27). Ὁ­μοί­ως, στήν Ἰ­λιά­δα Π, 318 βλέ­που­με: «Νε­στο­ρί­δαι δ’­ὁ μέν οὔ­τα­σ’­Ἀ­τύ­μνιον ὀ­ξέ­ϊ δου­ρί Ἀν­τί­λο­χος, λα­πά­ρης δέ δι­ή­λα­σε χάλ­κε­ον ἔγ­χος». Με­τά­φρα­ση (Ο. Κο­μνη­νοῦ-Κα­κρι­δῆ): «Οἱ δυ­ό γιοί τοῦ Νέ­στο­ρα πά­λι, ὁ ἕ­νας, ὁ Ἀν­τί­λο­χος, χτύ­πη­σε τόν Ἀ­τύ­μνιο μέ τό μυ­τε­ρό του δό­ρυ, καί τό χάλ­κι­νο κον­τά­ρι τρύ­πη­σε πέ­ρα πέ­ρα τό λα­γό­νι του καί σω­ρι­ά­στη­κε μπρο­στά του» (28). Ἄλ­λω­στε καί σή­με­ρα χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τή λέ­ξη λα­πα­ρο­σκό­πη­ση. Αὐ­τή ἡ ἀ­δι­ά­σπα­στη συ­νέ­χεια τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας κιν­δυ­νεύ­ει νά δι­αρ­ρα­γεῖ ἀ­πό τά σύγ­χρο­να Greeklish τῶν Ἑλ­λή­νων ἐ­φή­βων.

Ἐ­πί­σης οἱ σύγ­χρο­νοι ἔ­φη­βοι πα­ρου­σιά­ζουν σέ δρα­μα­τι­κά με­γά­λο βαθ­μό πρό­βλη­μα συγ­κέν­τρω­σης τῆς προ­σο­χῆς. Τό λε­γό­με­νο σύν­δρο­μο Δ.Ε. Π./Υ. (Δι­α­τα­ρα­χή ἐλ­λει­μα­τι­κῆς προ­σο­χῆς καί ὑ­περ­κι­νη­τι­κό­τη­τα) ἀ­παν­τᾶ εὐ­ρέ­ως στά σύγ­χρο­να παι­διά καί ἐ­φή­βους. Ἡ προ­σο­χή τους δι­α­σπᾶ­ται πο­λύ εὔ­κο­λα καί δέν μπο­ρεῖ νά δι­α­τη­ρη­θεῖ ἐ­πί πο­λύ μέ ἔν­τα­ση στό ἀν­τι­κεί­με­νο ἐ­πι­λο­γῆς της. Ση­μαν­τι­κά εἶ­ναι καί τά κι­νη­τι­κά προ­βλή­μα­τα πού πα­ρου­σιά­ζουν. Ἡ ὑ­περ­κι­νη­τι­κό­τη­τα καί ἡ ἐ­πι­θε­τι­κό­τη­τα χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τούς σύγ­χρο­νους νέ­ους. Τοῦ­το δέν εἶ­ναι δυ­σε­ξή­γη­το για­τί τά βί­αι­α παι­χνί­δια κα­τέ­χουν τήν πρώ­τη θέ­ση στίς προ­τι­μή­σεις τῶν βιν­τε­ο­παι­κτῶν – πέ­ρα ἀ­πό τή μου­σι­κή πού ἀ­κοῦ­νε, ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως εἴ­πα­με τούς ἐ­ξά­πτει ἀν­τί νά τούς ἠ­ρε­μεῖ. Ἡ παι­δο­ψυ­χί­α­τρος Κ. Προ­κο­πά­κη λέ­γει: «Σέ πολ­λές με­λέ­τες ἔ­χει βρε­θεῖ συ­σχε­τι­σμός με­τα­ξύ χρό­νου πού κα­τα­να­λώ­νε­ται στήν ὀ­θό­νη καί προ­βλη­μά­των προ­σο­χῆς. Προ­βλή­μα­τα προ­σο­χῆς ἔ­χουν πα­ρα­τη­ρη­θεῖ τό­σο μέ βί­αι­α, ὅ­σο καί μέ μή βί­αι­α βιν­τε­ο­παι­χνί­δια… Ὡς πρός τήν ἐ­πί­δρα­ση τῶν βιν­τε­ο­παι­χνι­δι­ῶν, ἔ­χει βρε­θεῖ ση­μαν­τι­κή αὔ­ξη­ση στήν δι­ά­σπα­ση προ­σο­χῆς, κα­θώς καί ἀρ­νη­τι­κή ἐ­πί­δρα­ση στήν σχο­λι­κή ἐ­πί­δο­ση καί στήν κοι­νω­νι­κό­τη­τα, σέ ἐ­φή­βους πού ἔ­παι­ζαν παι­χνί­δια σέ κον­σό­λα ἤ στό δι­α­δί­κτυ­ο πά­νω ἀ­πό μί­α ὥ­ρα/ ἡ­μέ­ρα» (29). Εἶ­ναι δέ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι οἱ νέ­οι δέν χρη­σι­μο­ποι­οῦν τό δι­α­δί­κτυ­ο τό­σο γιά τήν σχο­λι­κή ἐρ­γα­σί­α ὅ­σο γιά νά στέλ­νουν e-mail, νά συμ­με­τέ­χουν σέ κά­ποι­ο φό­ρουμ ἤ τσάτ ἤ γιά νά παί­ζουν παι­χνί­δια (30).

Οἱ πα­ρα­δο­σια­κοί φο­ρεῖς κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης, ὅ­πως ἡ οἰ­κο­γέ­νεια, τό σχο­λεῖ­ο καί ἡ συν­τε­ταγ­μέ­νη πο­λι­τεί­α, βρί­σκον­ται σέ πρω­το­φα­νῆ κρί­ση πού ἐγ­γί­ζει πλέ­ον τήν γε­νι­κευ­μέ­νη καί βα­θεῖ­α πα­ρακ­μή, καί ἀ­δυ­να­τοῦν νά ἀ­πο­τε­λέ­σουν πει­στι­κούς πα­ρά­γον­τες ἀ­γω­γῆς γιά τούς νέ­ους. Τί­θε­ται πλέ­ον δρα­μα­τι­κά τό πρό­βλη­μα τῆς ἐ­πι­βί­ω­σης καί συ­νέ­χι­σης τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Ἡ ἰλ­λιγ­γι­ώ­δης ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς τε­χνο­λο­γί­ας δέν ἀρ­κεῖ γιά τήν συγ­κρό­τη­ση πο­λι­τι­σμοῦ. Χρει­ά­ζον­ται καί ἄλ­λοι πα­ρά­γον­τες, ὅ­πως ἠ­θι­κές ἀ­ξί­ες, ὅ­ρα­μα συλ­λο­γι­κό καί προ­σω­πι­κό, νό­η­μα ζω­ῆς, νό­η­μα θα­νά­του, νό­η­μα ἐν­τέ­λει τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τάς μας.

Γιά τήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ μας χρει­ά­ζε­ται νά ξα­να­βρε­θεῖ ὁ ὀμ­φά­λιος λῶ­ρος πού συν­δέ­ει τήν προ­η­γού­με­νη μέ τήν ἑ­πό­με­νη γε­νιά. Ἡ κα­τα­κτη­μέ­νη ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας εἶ­ναι ὀ­λέ­θριο νά ἀ­γνο­η­θεῖ καί νά μή ἀ­πο­τε­λέ­σει πο­λύ­τι­μο ἀν­τι­κεί­με­νο ἐκ­με­τάλ­λευ­σης καί ἐ­φό­διο ἔμ­πνευ­σης ἀ­πό τούς συγ­χρό­νους νέ­ους. Πρέ­πει νά ἐ­πα­να­κτη­θεῖ ἡ χα­μέ­νη πο­λι­τι­σμι­κή συ­νέ­χεια. Πῶς θά γί­νει τοῦ­το; Ὄ­χι βέ­βαι­α μέ τόν ἀ­να­θε­μα­τι­σμό καί τόν ἐ­ξορ­κι­σμό τῆς τε­χνο­λο­γί­ας. Ἡ τε­χνο­λο­γί­α ἔ­χει εἰ­σβά­λει μα­ζι­κά στή ζω­ή μας καί εἶ­ναι οὐ­το­πι­κό νά πι­στεύ­ου­με ὅ­τι μπο­ροῦ­με νά τήν ἀ­γνο­ή­σου­με. Ἄλ­λω­στε ἔ­χει πολ­λα­πλές, ἀ­ναν­τίρ­ρη­τες καί τε­ρα­στί­ας ση­μα­σί­ας ὠ­φέ­λει­ες. Ἡ τε­χνο­λο­γί­α προσ­δί­δει τε­ρά­στια δύ­να­μη καί ἰ­σχύ κυ­ρί­ως σ’­αὐ­τόν πού τήν ἐ­λέγ­χει ἀλ­λά καί σέ αὐ­τόν πού ἁ­πλῶς τήν χει­ρί­ζε­ται. Εἶ­ναι ἕ­να τρο­μα­κτι­κῆς ἰ­σχύ­ος ἐρ­γα­λεῖ­ο πού μπο­ρεῖ νά πολ­λα­πλα­σιά­σει τό κα­λό ἤ καί τό κα­κό − ἀ­νά­λο­γα μέ τή χρή­ση πού τῆς γί­νε­ται. Ἡ στάθ­μι­ση τοῦ κα­λοῦ μέ τό κα­κό στήν τε­χνο­λο­γί­α (καί ὄ­χι μό­νο) γέρ­νει δρα­μα­τι­κά ὑ­πέρ τοῦ κα­κοῦ. Ἡ βί­α, τό λε­γό­με­νο κυ­βερ­νο­έγ­κλη­μα, ἡ πορ­νο­γρα­φί­α, ἡ παι­δο­φι­λί­α, ὁ τζό­γος, ἡ ἀ­πά­τη κυ­ρια­ρχοῦν στό δι­α­δί­κτυ­ο (31). Ἀ­κό­μη, τό δι­α­δί­κτυ­ο μπο­ρεῖ νά προ­κα­λέ­σει καί ἐ­πι­κίν­δυ­νο ἐ­θι­σμό (32). Κυ­ρί­ως ὅ­μως ἡ ὑ­περ­βο­λι­κή χρή­ση του μπο­ρεῖ νά προ­κα­λέ­σει σο­βα­ρή βλά­βη, δι­α­νο­η­τι­κῆς φύ­σε­ως, δη­λα­δή μεί­ω­ση τῆς ἱ­κα­νό­τη­τος γιά συγ­κέν­τρω­ση καί δη­μι­ουρ­γι­κό στο­χα­σμό. Ὅ­πως ἔ­χει γρα­φεῖ, «Δέν εἶ­ναι μά­λι­στα λί­γοι ἐ­κεῖ­νοι, πού ἀ­νη­συ­χοῦν ὅ­τι τε­λι­κά ἡ σχέ­ση κό­στους/ὀ­φέ­λους γιά τούς ἐ­φή­βους, πού ἔ­χουν ἐ­κτε­θεῖ γιά ση­μαν­τι­κό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα τῆς μι­κρῆς ζω­ῆς τους στόν κό­σμο τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, εἶ­ναι ἐ­πι­ζή­μια γιά τούς δι­α­νο­η­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς τους, κυ­ρί­ως στήν ἱ­κα­νό­τη­τά τους νά συγ­κεν­τρώ­νον­ται καί νά στο­χά­ζον­ται» (33). Ὁ Κορ­νή­λιος Κα­στο­ριά­δης δι­ε­ρω­τᾶ­ται ἐ­π’­αὐ­τοῦ: «Κά­ποι­ος ὁ ὁ­ποῖ­ος πέ­ρα­σε τήν παι­δι­κή καί ἐ­φη­βι­κή ἡ­λι­κί­α του κοι­τά­ζον­τας τη­λε­ό­ρα­ση σα­ράν­τα ὧ­ρες τήν ἑ­βδο­μά­δα θά μπο­ροῦ­σε νά δι­α­βά­σει τόν Ἠ­λί­θιο ἤ ἕ­να σύγ­χρο­νο Ἠ­λί­θιο; Θά μπο­ροῦ­σε νά ἔ­χει πρό­σβα­ση στή μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή ζω­ή, στόν μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό χρό­νο, νά πά­ρει τήν ἀ­ναγ­καί­α στά­ση δε­κτι­κό­τη­τας/ἐ­λευ­θε­ρί­ας ὥ­στε νά ἀ­πορ­ρο­φη­θεῖ ἀ­πό ἕ­να με­γά­λο μυ­θι­στό­ρη­μα, καρ­πού­με­νος ὁ ἴ­διος κά­τι ἀ­π’­αὐ­τό;»(34)

Ἀ­φοῦ λοι­πόν ἡ τε­χνο­λο­γί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τό­σο ἕ­να εὐ­ερ­γε­τι­κό πα­ρά­γον­τα ὅ­σο καί ἕ­να ἀ­ναγ­καῖ­ο, μή ἀ­να­πό­δρα­στο, κα­κό, ἁ­πλά καί ρε­α­λι­στι­κά πρέ­πει νά συν­δυ­ά­σου­με τήν τε­χνο­λο­γί­α μέ τούς πα­ρα­δο­σια­κούς πα­ρά­γον­τες κοι­νω­νι­κο­ποι­ή­σε­ως, προ­σοι­κει­ώ­σε­ως καί ἀ­να­δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Τό δι­ά­βα­σμα πρέ­πει νά ἐ­πα­να­κτή­σει τή χα­μέ­νη ἰ­σχύ καί αἴ­γλη του. Νά μή εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα μιᾶς προ­νο­μι­ού­χου ἐ­λίτ, ἀλ­λά νά ἐ­πε­κτεί­νε­ται στα με­σαῖ­α καί λα­ϊ­κά στρώ­μα­τα. (Εἶ­ναι δι­α­πι­στω­μέ­νο ἀ­πό σύγ­χρο­νες κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κές ἔ­ρευ­νες ὅ­τι τά ἀ­νώ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα ἀ­σχο­λοῦν­ται πιό πο­λύ μέ τό δι­ά­βα­σμα ἀ­πό ὅ,τι τά με­σαῖ­α καί κα­τώ­τε­ρα στρώ­μα­τα) (35). Οἱ με­γά­λοι κλασ­σι­κοί τῆς λο­γο­τε­χνί­ας πρέ­πει νά γί­νουν ξα­νά τό ἐν­τρύ­φη­μα τῶν νέ­ων. Ἡ κλασ­σι­κή παι­δεί­α πρέ­πει νά ἐ­πα­νε­κτι­μη­θεῖ. Ἰ­δι­αί­τε­ρα οἱ κλασ­σι­κές γλῶσ­σες, τά ἀρ­χαῖ­α Ἑλ­λη­νι­κά καί τά Λα­τι­νι­κά, δέν πρέ­πει νά ἐγ­κα­τα­λει­φθοῦν ὡς ἄ­χρη­στες γνώ­σεις. Ἴ­σα-ἴ­σα θά συμ­βάλουν πο­λύ στή προ­α­γω­γή τῆς ἔλ­λο­γης καί πει­θαρ­χη­μέ­νης σκέ­ψης. Κα­τά τούς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, «τά ἐ­ναν­τί­α τῶν ἐ­ναν­τί­ων ἰ­ά­μα­τα» (36). Στό σύγ­χρο­νο γλωσ­σι­κό ἀ­κρω­τη­ριασ­μό τῶν νέ­ων, στήν ἄ­ναρ­χη καί ρευ­στο­ποι­η­μέ­νη σκέ­ψη τους οἱ κλασ­σι­κές γλῶσ­σες –καί κυ­ρί­ως τά ἀρ­χαῖ­α Ἑλ­λη­νι­κά– μπο­ροῦν νά ἀ­πο­τε­λέ­σουν ἀν­τί­βα­ρο καί μέ­σο ἀν­τι­στρο­φῆς τῆς ἤ­δη δι­α­μορ­φω­μέ­νης νο­ση­ρᾶς κα­τα­στά­σε­ως. Ἄν κα­ταρ­γή­σου­με τίς κλασ­σι­κές γλῶσ­σες μέ τί θά ἰ­σο­σταθ­μί­σου­με τήν ὠ­φέ­λεια πού προ­κύ­πτει ἀ­πό τήν σπου­δή τους; Τά ἀρ­χαῖ­α Ἑλ­λη­νι­κά, μέ τήν ἀ­κρι­βο­λο­γί­α καί τήν σφι­χτο­δε­μέ­νη συν­τα­κτι­κή πλο­κή τους, μπο­ροῦν νά βο­η­θή­σουν τά παι­διά σ’­αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς πού κα­τ’­ἐ­ξο­χήν τούς λεί­πει: τήν ἔλ­λο­γη καί πει­θαρ­χη­μέ­νη σκέ­ψη, τόν συ­νε­κτι­κό καί λο­γι­κά ὀρ­γα­νω­μέ­νο λό­γο/σκέ­ψη. Κα­τά τόν Τζόν Στού­αρτ Μἰλ «ἡ δο­μή κά­θε φρά­σης (τῶν κλασ­σι­κῶν γλωσ­σῶν) εἶ­ναι ἕ­να μά­θη­μα λο­γι­κῆς» (37). Ὁ καθ. Χρῆ­στος Γι­αν­να­ρᾶς γρά­φει: «Ἀ­κα­τα­νό­η­τη θά ἔ­με­νε ἡ πο­λι­τι­κή πρό­τα­ση γιά ἀ­να­θε­με­λί­ω­ση τῆς σχο­λι­κῆς ἐκ­παί­δευ­σης μέ βά­ση τή γλῶσ­σα καί τά μα­θη­μα­τι­κά – τή γλῶσ­σα ὡς λο­γι­κή καί τά μα­θη­μα­τι­κά ὡς γλῶσ­σα. Ἡ ὑ­ψη­λῶν ἀ­παι­τή­σε­ων ἄ­σκη­ση στήν κρι­τι­κή σκέ­ψη, ὁ ρε­α­λι­στι­κός με­τρια­σμός τῆς χρη­στι­κῆς πλη­ρο­φο­ρί­ας. Τά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά ἀ­πό τό δη­μο­τι­κό σχο­λεῖ­ο» (38).

Ἡ ἐ­ξοι­κεί­ω­ση μέ τό δι­ά­βα­σμα εἶ­ναι ἔρ­γο πού ἐ­πι­τε­λεῖ βα­σι­κά ἡ οἰ­κο­γέ­νεια. Στίς εὐ­νο­η­μέ­νες τά­ξεις συν­τε­λεῖ­ται στήν προ­σχο­λι­κή ἡ­λι­κί­α μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νεια. Στίς με­σαῖ­ες καί λα­ϊ­κές τά­ξεις ἡ ἐ­πα­φή μέ τό βι­βλί­ο συν­τε­λεῖ­ται στο σχο­λεῖ­ο (39). Φρο­νῶ ἐ­πί­σης ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μέ τό ὅ­λο πνεῦ­μα καί τή γε­νι­κώ­τε­ρη νο­ο­τρο­πί­α της εὐ­νο­εῖ τό δι­ά­βα­σμα. Νά για­τί οἱ πα­ρα­δο­σια­κοί φο­ρεῖς ἀ­γω­γῆς τῶν νέ­ων, ἡ οἰ­κο­γέ­νεια, τό σχο­λεῖ­ο καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πρέ­πει νά ἐ­πα­να­κτή­σουν τήν, πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη πλέ­ον, παι­δα­γω­γι­κή ἐ­πιρ­ρο­ή τους στούς σύγ­χρο­νους νέ­ους.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ οἰ­κο­γέ­νεια καί τό σχο­λεῖ­ο εἶ­ναι οἱ μό­νοι ἐ­να­πο­μεί­ναν­τες παι­δευ­τι­κοί θε­σμοί πού μπο­ροῦν –καί πρέ­πει– νά ἀ­πο­τε­λέ­σουν ἰ­σχυ­ρό ἀ­νά­χω­μα καί ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό ἀ­να­σχε­τι­κό πα­ρά­γον­τα στήν ἰ­σο­πε­δω­μέ­νη κα­τα­να­λω­τι­κή συ­νεί­δη­ση, στόν ἀ­χα­λί­νω­το –καί ἐν πολ­λοῖς δι­ε­στραμ­μέ­νο– σε­ξου­α­λι­σμό καί στή νο­η­τι­κή ἀ­πο­χαύ­νω­ση πού προ­ω­θοῦν­ται καί τε­χνη­έν­τως ἐ­πι­βάλ­λον­ται στους σύγ­χρο­νους νέ­ους ἀ­πό ἄ­δη­λα, ἀλ­λά ἰ­σχυ­ρά ὀρ­γα­νω­μέ­να οἰ­κο­νο­μι­κά συμ­φέ­ρον­τα τῆς σύγ­χρο­νης παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης.

Ἡ ἀ­νάγ­κη ἀν­τι­δρά­σε­ως σέ αὐ­τήν τήν «χα­ρού­με­νη ἀλ­λο­τρί­ω­ση» εἶ­ναι ἐ­πι­τα­κτι­κώ­τε­ρη πα­ρά πο­τέ ἄλ­λο­τε. Ἡ βι­ο­μη­χα­νί­α τοῦ θε­ά­μα­τος, τῆς δι­α­σκέ­δα­σης καί τῆς ἀλ­λο­τρί­ω­σης ἔ­χει εἰ­σχω­ρή­σει βα­θιά μέ­σα στήν ψυ­χή τῶν νέ­ων μας καί κυ­ρι­ο­λε­κτι­κῶς εἰ­πεῖν τήν ἔ­χει ἀλ­λο­τρι­ώ­σει,τήν ἔ­χει ἀ­πο­συν­θέ­σει. Ὁ ἐ­φι­αλ­τι­κός κό­σμος τοῦ Τζώρτζ Ὄρ­γου­ελ δέν φαί­νε­ται νά πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται στή σύγ­χρο­νη ἀν­θρω­πό­τη­τα. Τό ἐ­ξί­σου ὅ­μως σκο­τει­νό ὅ­ρα­μα τοῦ Ἄλ­ντους Χάξ­λε­ϊ, ὅ­πως τό πε­ρι­έ­γρα­φε στό προ­πο­λε­μι­κά ἐκ­δο­θέν βι­βλί­ο του, Ὁ Θαυ­μα­στός Και­νού­ριος Κό­σμος, φαί­νε­ται νά ἐ­πα­λη­θεύ­ε­ται κα­τά τρό­πο ἀ­νε­παί­σθη­το, ὥ­στε νά μή προ­κα­λεῖ καμ­μί­α ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κή στρα­τη­γι­κή ἀν­τι­με­τω­πί­σε­ώς του. Τοῦ­το ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νός δι­α­νο­ού­με­νος Νήλ Πό­στμαν: «ὁ Ὄρ­γου­ελ προ­ει­δο­ποι­οῦ­σε ὅ­τι κά­ποι­α στιγ­μή θά ἐ­πι­βλη­θεῖ ἕ­νας ἔ­ξω­θεν αὐ­ταρ­χι­σμός. Ἀν­τι­θέ­τως, γιά τόν Χάξ­λε­ϊ, δέν χρει­ά­ζε­ται Με­γά­λος Ἀ­δελ­φός γιά νά στε­ρη­θεῖ ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα τήν αὐ­το­νο­μί­α, τήν ὡ­ρι­μό­τη­τα καί τήν ἱ­στο­ρι­κή της μνή­μη. Ἐ­κεῖ­νος πί­στευ­ε ὅ­τι σι­γά-σι­γά οἱ ἄν­θρω­ποι θά κα­τα­λή­ξουν νά ἀ­γα­ποῦν τήν κα­τα­πί­ε­σή τους, νά λα­τρεύ­ουν τήν τε­χνο­λο­γί­α καί νά ἀ­πο­δο­μή­σουν τήν ἱ­κα­νό­τη­τά τους γιά σκέ­ψη. Τόν Ὄρ­γου­ελ τόν φό­βι­ζαν οἱ ἄν­θρω­ποι πού θά ἀ­πα­γό­ρευ­αν τά βι­βλί­α. Τόν Χάξ­λε­ϊ τόν φό­βι­ζε τό γε­γο­νός ὅ­τι δέν θά ὑ­πῆρ­χε λό­γος νά ἀ­πα­γο­ρευ­τεῖ ἕ­να βι­βλί­ο για­τί δέν θά βρι­σκό­ταν ἄν­θρω­πος πρό­θυ­μος νά τό δι­α­βά­σει. Ὁ Ὄρ­γου­ελ φο­βό­ταν ἐ­κεί­νους πού θά μᾶς στε­ροῦ­σαν τήν πλη­ρο­φό­ρη­ση. Ὁ Χάξ­λε­ϊ φο­βό­ταν ἐ­κεί­νους πού θά μᾶς ὑ­περ­πλη­ρο­φο­ροῦ­σαν τό­σο ὥ­στε νά κα­ταν­τή­σου­με πλά­σμα­τα πα­θη­τι­κά καί ἐ­γω­ϊ­στι­κά (καί κυ­ρί­ως μπερ­δε­μέ­να θά προ­σέ­θε­τα ἐ­γώ). Ὁ Ὄρ­γου­ελ φο­βό­ταν ὅ­τι ἡ ἀ­λή­θεια θά φυ­λασ­σό­ταν μυ­στι­κή. Ὁ Χάξ­λε­ϊ φο­βό­ταν ὅ­τι ἡ ἀ­λή­θεια θά πνι­γό­ταν σέ ἕ­να ὠ­κε­α­νό σύγ­χυ­σης. Ὁ Ὄρ­γου­ελ φο­βό­ταν ὅ­τι θά ἀ­να­πτύσ­σα­με πο­λι­τι­σμό ὑ­πο­τέ­λειας. Ὁ Χάξ­λε­ϊ φο­βό­ταν ὅ­τι θά ἀ­να­πτύσ­σα­με πο­λι­τι­σμό κοι­νο­το­πί­ας ἀ­σχο­λού­με­νοι μό­νο μέ δρα­στη­ρι­ό­τη­τες…αἰ­σθη­σια­κῶν ται­νι­ῶν» (40). Καί προ­σθέ­τει ὁ Νήλ Πό­στμαν: «Αὐ­τό πού δι­δά­σκει ὁ Χάξ­λε­ϊ τήν ἐ­πο­χή τῆς προ­ηγ­μέ­νης τε­χνο­λο­γί­ας εἶ­ναι ὅ­τι ἡ πνευ­μα­τι­κή ἐ­ρή­μω­ση εἶ­ναι πι­θα­νό­τε­ρο νά προ­έρ­χε­ται ἀ­πό ἕ­ναν ἐ­χθρό μέ χα­μο­γε­λα­στό πρό­σω­πο πα­ρά ἀ­πό κά­ποι­ον τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἔκ­φρα­ση ἐμ­πνέ­ει ὑ­πο­ψί­α καί μί­σος. Στήν προ­φη­τεί­α τοῦ Χάξ­λε­ϊ, ὁ Με­γά­λος Ἀ­δερ­φός δέν μᾶς βλέ­πει, μέ δι­κή του ἐ­πι­λο­γή. Ἐ­μεῖς τόν βλέ­που­με, μέ δι­κή μας. Δέν χρει­ά­ζον­ται δε­σμο­φύ­λα­κες ἤ πῦ­λες ἤ Ὑ­πουρ­γεῖ­α Ἀ­λή­θειας. Ὅ­ταν ἕ­νας πλη­θυ­σμός ψυ­χα­γω­γεῖ­ται μέ ἀ­ση­μαν­τό­τη­τες, ὅ­ταν ἡ πο­λι­τι­στι­κή ζω­ή ἐ­πα­να­προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ὡς συ­νε­χής κύ­κλος ψυ­χα­γω­γί­ας, ὅ­ταν μιά σο­βα­ρή δη­μό­σια συ­ζή­τη­ση γί­νε­ται ἕ­να εἶ­δος νη­πια­κοῦ λό­γου, ὅ­ταν μέ λί­γα λό­για ἕ­νας λα­ός γί­νε­ται ἀ­κρο­α­τή­ριο καί οἱ δη­μό­σι­ες πρά­ξεις θέ­μα ἐ­πι­θε­ώ­ρη­σης, τό­τε ἕ­να ἔ­θνος κιν­δυ­νεύ­ει. Ὁ θά­να­τος τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ εἶ­ναι ἕ­να βέ­βαι­ο ἐν­δε­χό­με­νο» (41).

Οἱ νέ­οι μας σή­με­ρα ἔ­χουν οἰ­κει­ο­θε­λῶς προ­σχω­ρή­σει καί ἐ­πι­πλέ­ον ἔ­χουν συ­ναι­σθη­μα­τι­κά ἐ­πεν­δύ­σει στήν νέ­α τε­χνο­λο­γί­α χω­ρίς τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες ἀν­τι­στά­σεις. Ὁ J. Attalli, κο­ρυ­φαῖ­ος Γάλ­λος οἰ­κο­νο­μο­λό­γος καί σύμ­βου­λος τοῦ προ­έ­δρου τῆς Γαλ­λί­ας Φραν­σου­ά Μι­τε­ράν, ἔ­γρα­φε, πρό εἰ­κο­σιπεν­τα­ε­τί­ας καί πλέ­ον, ὅ­τι «οἱ ἄν­θρω­ποι θά γί­νουν κα­τα­να­λω­τές τῶν ἴ­δι­ων τῶν προ­ϊ­όν­των τῆς σκλα­βιᾶς τους». Ἡ πρόρ­ρη­ση τοῦ Γάλ­λου δι­α­νο­ου­μέ­νου ἔ­χει ἐ­πα­κρι­βῆ ἐ­πα­λή­θευ­ση στούς σύγ­χρο­νους, καί ὄ­χι μό­νο, νέ­ους.

Ἡ κα­νούρ­για τε­χνο­λο­γί­α δη­μι­ουρ­γεῖ κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά και­νούρ­γιο, πρω­τό­φαν­το κό­σμο καί και­νούρ­γιο ἀν­θρω­πο­λο­γι­κό τῦ­πο μέ ὅ,τι θε­τι­κό καί ἀρ­νη­τι­κό συ­νε­πά­γε­ται αὐ­τό. Κα­τά τόν Κώ­στα Ἀ­ξε­λό, «ἡ πλα­νη­τι­κή τε­χνι­κή ἀ­πο­τε­λεῖ τό νέ­ο πε­πρω­μέ­νο τοῦ κό­σμου» (42). Μπρο­στά σε ­αὐ­τή τήν ρευ­στή, δια­ρκῶς ἀλ­λοι­ου­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στήν ὁ­ποί­α τό μό­νο βέ­βαι­ο εἶ­ναι ἡ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα, ὀ­φεί­λει ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα νά μή ἀ­πεμ­πο­λή­σει καί ἀ­κυ­ρώ­σει τούς πα­ρα­δο­σια­κούς πα­ρά­γον­τες ἀ­γω­γῆς, ἀλ­λά νά τούς ἐ­νι­σχύ­σει καί ἐν­δυ­να­μώ­σει πρός ἀ­πάμ­βλυν­ση καί ἐ­ξου­δε­τέ­ρω­ση τῶν ὅ­ποι­ων ἀρ­νη­τι­κῶν ἐ­πι­πτώ­σε­ων (ἀ­ναμ­φι­βό­λως ὑ­πάρ­χουν καί θε­τι­κές) τῆς νέ­ας τε­χνο­λο­γί­ας στήν προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ παι­διοῦ. Στή σύγ­χρο­νη με­τα­νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα ὁ κό­σμος, ἡ κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά καί ὁ ἀν­θρώ­πι­νος ψυ­χι­σμός εἶ­ναι ἀ­στα­θῆ, ρευ­στά, ἀ­βέ­βαι­α καί, χω­ρίς ὑ­περ­βο­λή, χα­ο­τι­κά. Ὅ­θεν ἕ­νας ἀ­πό τούς βα­σι­κούς στό­χους τοῦ συγ­χρό­νου σχο­λεί­ου εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἱ­κα­νό­τη­τας τοῦ μα­θη­τῆ πρός δι­α­χεί­ρι­ση τοῦ ἀ­γνώ­στου, τοῦ ἀ­βε­βαί­ου (43). Πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως τό σχο­λεῖ­ο – φυ­σι­κά καί οἱ ἄλ­λοι πα­ρα­δο­σια­κοί φο­ρεῖς ἀ­γω­γῆς, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ πο­λι­τεί­α, ἡ οἰ­κο­γέ­νεια − ὀ­φεί­λουν νά με­ταγ­γί­σουν καί νά ἐμ­πε­δώ­σουν στόν μα­θη­τή τίς δο­κι­μα­σμέ­νες καί στα­θε­ρές ἀ­ξί­ες τοῦ ἤ­δη δι­α­μορ­φω­θέν­τος πο­λι­τι­σμοῦ, τῆς ἤ­δη ἀ­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νης πεί­ρας τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος. Τό ἀ­βέ­βαι­ο, ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο καί ὑ­πό δι­α­μόρ­φω­σιν και­νούρ­γιο πρέ­πει νά ἀ­να­μι­χθεῖ καί συγ­κε­ρα­σθεῖ μέ τό ἤ­δη ὑ­πάρ­χον, τό στα­θε­ρό, τό βέ­βαι­ο, τό προσ­δι­ο­ρι­σμέ­νο καί ἤ­δη δι­α­μορ­φω­μέ­νο.

Μά­λι­στα, ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἔ­χει ση­μαν­τι­κό ρό­λο νά παί­ξει στήν δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση τοῦ παι­διοῦ στή σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χή. Ἀ­νέ­κα­θεν ὁ κοι­νω­νι­κο­ποι­η­τι­κός καί παι­δα­γω­γι­κός ρό­λος τῆς οἰ­κο­γέ­νειας, καί δή τῆς μη­τέ­ρας, ἦ­ταν τε­ρά­στιας, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἀ­ναν­τι­κα­τά­στα­της, ση­μα­σί­ας. Στήν ἐ­πο­χή μας ὅ­μως εἶ­ναι ἀ­κό­μα πιό ση­μαν­τι­κός. Καί αὐ­τό για­τί; Για­τί στήν ἐ­πο­χή μας «ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται» ἡ παι­δι­κή ἡ­λι­κί­α συ­νε­πεί­ᾳ τῆς τη­λε­ο­ρά­σε­ως καί τῶν νέ­ων τε­χνο­λο­γι­ῶν. Τοῦ­το ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὁ μνη­μο­νευ­θείς Ἀ­με­ρι­κα­νός δι­α­νο­ού­με­νος καί παι­δα­γω­γός Νήλ Πό­στμαν στή ση­μαν­τι­κή ἐρ­γα­σί­α του Ἡ ἐ­ξα­φά­νι­ση τῆς παι­δι­κῆς ἡ­λι­κί­ας (The disappearance of childhood) (44). Μέ­χρι τῆς ἐμ­φα­νί­σε­ως τῆς τη­λε­ο­ρά­σε­ως (φυ­σι­κά καί τῶν νέ­ων ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν τε­χνο­λο­γι­ῶν), τό παι­δί με­γά­λω­νε σι­γά-σι­γά καί ἐ­μυ­εῖ­το βαθ­μια­ίως, ὁ­μα­λῶς καί με τρό­πο ἐ­λεγ­χό­με­νο ἀ­πό τούς γο­νεῖς του στόν κό­σμο τῶν με­γά­λων. Ὑ­πῆρ­χε ἕ­να προ­στα­τευ­τι­κό κέ­λυ­φος πού ἐ­πέ­τρε­πε τήν βαθ­μια­ία καί ἐ­λεγ­χό­με­νη εἴ­σο­δο τοῦ παι­διοῦ στήν κοι­νω­νί­α τῶν ἐ­νη­λί­κων. Τώ­ρα, μέ­σῳ τῆς τη­λε­ο­ρά­σε­ως καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ­σῳ τοῦ ὑ­πο­λο­γι­στῆ καί τοῦ Δι­α­δι­κτύ­ου, μα­θαί­νει τά πάν­τα γύ­ρω ἀ­πό τό σέξ, τήν πο­λι­τι­κή κλπ. κα­τά τρό­πο ἄ­με­σο, ὠ­μό, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά πού νά προ­κα­λεῖ shock καί φυ­σι­κά δι­ό­λου ὑ­πο­κεί­με­νο στόν ἔ­λεγ­χο τῶν γο­νέ­ων του. Τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­ναι νά μυ­εῖ­ται στόν κό­σμο τοῦ σέξ –καί μά­λι­στα τοῦ ἀ­χα­λί­νω­του, γυ­μνοῦ ἀ­πό κά­θε συ­ναί­σθη­μα, αἰ­σθη­σια­κοῦ καί ἐ­νί­ο­τε δι­ε­στραμ­μέ­νου σέξ− ἐξ ἁ­πα­λῶν ὀ­νύ­χων καί δί­χως τή δι­α­κρι­τι­κή με­σο­λά­βη­ση καί κα­θο­δή­γη­ση τῶν με­γα­λυ­τέ­ρων. Ὁ­μοί­ως ἐ­ξοι­κει­ώ­νε­ται ἐξ ἁ­πα­λῶν ὀ­νύ­χων μέ τή βί­α καί ἐ­πι­θε­τι­κό­τη­τα. Εἶ­ναι δέ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι τά παι­διά εἶ­ναι πιό ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­να μέ τή χρή­ση τοῦ ἠ­λε­κτρο­νι­κοῦ ὑ­πο­λο­γι­στῆ ἀ­πό τούς γο­νεῖς τους, πρᾶγ­μα πού προ­κα­λεῖ ἀ­κό­μη πιό εὔ­κο­λη καί δί­χως ἔ­λεγ­χο τήν πρό­σβα­ση στό Δι­α­δί­κτυ­ο, στά ἠ­λε­κτρο­νι­κά παι­χνί­δι­α καί συ­να­κό­λου­θα στήν ἠ­λε­κτρο­νι­κή ἐ­πι­κοι­νω­νί­α. Γι­’­ αὐ­τό ἡ γο­νι­κή ἐ­πα­γρύ­πνη­ση καί ὁ γο­νι­κός ἔ­λεγ­χος εἶ­ναι ὑ­πέρ πο­τέ ἐ­πι­τα­κτι­κοί σή­με­ρα.

Τό χά­σμα, καί δή τό πο­λι­τι­σμι­κό χά­σμα, ἀ­νά­με­σα στή νε­ώ­τε­ρη γε­νιά καί στίς πα­λαι­ό­τε­ρες γε­νι­ές με­γα­λώ­νει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἄν ἀ­να­λο­γι­σθεῖ κα­νείς, πέ­ρα ἀ­πό τήν ἤ­δη ὑ­φι­στα­μέ­νη «εἰ­κο­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», τήν «ἱ­στο­ρι­κή ἀ­συ­νέ­χεια» ἀ­νά­με­σα στίς γε­νι­ές πού πα­γι­ώ­νε­ται στή σύγ­χρο­νη με­τα­νε­ω­τε­ρι­κή κοι­νω­νί­α. Γιά τήν «εἰ­κο­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» καί τήν «ἱ­στο­ρι­κή ἀ­συ­νέ­χεια» καί τή με­τα­ξύ τους αἰ­τι­ώ­δη συ­νά­φεια −ἡ «ἱ­στο­ρι­κή ἀσυ­νέ­χεια» εἶ­ναι πα­ρά­γω­γο τῆς «εἰ­κο­νι­κῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τος»− ὁ Κρί­στο­φερ Λάς λέ­γει: «Αὐ­τό πού μοῦ κά­νει ἐν­τύ­πω­ση εἶ­ναι ὅ­τι δέν ζοῦ­με σέ ἕ­να στε­ρε­ό κό­σμο. Λέ­γε­ται συ­χνά ὅ­τι ἡ κοι­νω­νί­α τῆς κα­τα­νά­λω­σης μᾶς πε­ρι­βάλ­λει μέ πράγ­μα­τα καί ὅ­τι μᾶς ἐν­θαρ­ρύ­νει νά δί­νου­με ὑ­περ­βο­λι­κή προ­σο­χή στά ἀν­τι­κεί­με­να, ἀλ­λά ἀ­πό μιά ἄ­πο­ψη νο­μί­ζω ὅ­τι αὐ­τή ἡ ἄ­πο­ψη εἶ­ναι ἐ­πί­σης πα­ρα­πλα­νη­τι­κή. Ζοῦ­με σέ ἕ­να κό­σμο πού φαί­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κά ἀ­στα­θής, ὅ­τι συ­νί­στα­ται σέ φευ­γα­λέ­ες εἰ­κό­νες. Νο­μί­ζω ὅ­τι πρό­κει­ται γιά ἕ­να κό­σμο ὁ ὁ­ποῖ­ος, χά­ρις, ἐν μέ­ρει, στήν τε­χνο­λο­γί­α τῶν μα­ζι­κῶν τη­λε­πι­κοι­νω­νι­ῶν, φαί­νε­ται νά ἀ­πο­κτᾶ ἕ­να εἶ­δος πα­ραι­σθη­σι­ο­γό­νου χα­ρα­κτῆ­ρα. Ἕ­να εἶ­δος φαν­τα­στι­κοῦ κό­σμου ἀ­πό εἰ­κό­νες, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ ἕ­να κό­σμο στε­ρε­ῶν ἀν­τι­κει­μέ­νων, ὁ ὁ­ποῖ­ος μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­βι­ώ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τή διά­ρκεια τῆς ζω­ῆς μας. Αὐ­τό πού ἴ­σως ἔ­χει ἐ­ξα­σθε­νί­σει, εἶ­ναι ἡ αἴ­σθη­ση τοῦ νά ζεῖ κα­νείς μέ­σα σέ ἕ­να κό­σμο πού ὑ­πῆρ­χε πρίν ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό του καί ὁ ὁ­ποῖ­ος θά συ­νε­χί­σει νά ὑ­πάρ­χει με­τά ἀ­πό αὐ­τόν. Αὐ­τή ἡ αἴ­σθη­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς συ­νέ­χειας πού πα­ρέ­χε­ται, με­τα­ξύ ἄλ­λων, ἁ­πλῶς καί μό­νο ἀ­πό τή συμ­πα­γῆ αἴ­σθη­ση τῶν ἁ­πτῶν ὑ­λι­κῶν πραγ­μά­των φαί­νε­ται νά δι­α­με­σο­λα­βεῖ­ται, ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἀ­πό αὐ­τή τή βί­αι­η ἐ­πί­θε­ση ἀ­πό εἰ­κό­νες, συ­χνά ἀ­πό εἰ­κό­νες πού εἶ­ναι σχε­δι­α­σμέ­νες γιά νά ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται στίς φαν­τα­σι­ώ­σεις μας. Νο­μί­ζω ὅ­τι ἀ­κό­μα καί ἡ ἐ­πι­στή­μη, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­θε­ω­ρεῖ­το, σέ μί­α προ­η­γού­με­νη πε­ρί­ο­δο, ὡς ἕ­να ἀ­πό τά βα­σι­κά μέ­σα γιά τήν προ­ώ­θη­ση μιᾶς πε­ρισ­σό­τε­ρο λο­γι­κῆς ἄ­πο­ψης γιά τόν κό­σμο, ἱ­κα­νῆς νά συ­νει­σφέ­ρει στή δι­α­τή­ρη­ση ἑ­νός κοι­νοῦ νοῦ {commonsensical}, μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζε­ται σή­με­ρα, στήν κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή, σάν μιά σει­ρά ἀ­πό τε­χνο­λο­γι­κά θαύ­μα­τα πού κα­θι­στοῦν τά πάν­τα δυ­να­τά. Ὑ­πό μί­α ἔν­νοι­α ὅ­μως, μέ­σα σέ ἕ­να κό­σμο ὅ­που ὅ­λα εἶ­ναι δυ­να­τά, τί­πο­τε δέν εἶ­ναι δυ­να­τό» (45).

Κα­τά τόν Κρί­στο­φερ Λάς αὐ­τό πού ἐ­πι­κρα­τεῖ σή­με­ρα εἶ­ναι «τό κυ­ρί­αρ­χο πά­θος νά ζεῖς γιά τή στιγ­μή – νά ζεῖς γιά τόν ἑ­αυ­τό σου, ὄ­χι γιά τούς προ­γό­νους ἤ τούς ἀ­πο­γό­νους σου. Χά­νου­με γορ­γά τήν αἴ­σθη­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς συ­νέ­χειας, τήν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ἀ­νή­κου­με σέ μιά δι­α­δο­χή γε­νε­ῶν πού ξε­κί­νη­σαν ἀ­πό τό πα­ρελ­θόν καί προ­ε­κτεί­νον­ται στό μέλ­λον» (46). Τό φαι­νό­με­νο αὐ­τό, τῆς ρή­ξε­ως τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς συ­νε­χεί­ας, πρω­το­εμ­φα­νί­σθη­κε στήν Ἀ­με­ρι­κή τόν 19ο αἰ­ῶ­να. Οἱ κοι­νω­νι­κές συν­θῆ­κες στίς ΗΠΑ, ἔ­γρα­ψε ὁ Τοκ­βίλ, ἐ­ξα­σθέ­νη­σαν τόν δε­σμό πού ἕ­νω­νε πα­λαι­ό­τε­ρα τή μί­α γε­νε­ά μέ τήν ἄλ­λη. «Τό ὑ­φά­δι τοῦ χρό­νου σπά­ζει κά­θε στιγ­μή καί τό ἴ­χνος τῶν γε­νε­ῶν σβή­νει. Ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­φυ­γαν πα­λαι­ό­τε­ρα, σύν­το­μα λη­σμο­νοῦν­ται∙ κα­νέ­νας δέν ἔ­χει ἰ­δέ­α γιά κεί­νους πού θά ἔρ­θουν με­τά: τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο σ’­ἐ­κεί­νους πού εἶ­ναι πο­λύ κον­τά του» (47). Ἡ ρή­ξη τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς συ­νέ­χειας ἔ­χει κο­ρυ­φω­θεῖ στίς μέ­ρες μας, τήν τε­λευ­ταί­α δε­κα­ε­τί­α τοῦ 20ου αἰ­ῶ­να καί στίς πρῶ­τες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ 21ου αἰ­ῶ­να, λό­γῳ τῆς παγ­κό­σμιας κυ­ρι­αρ­χί­ας τῆς ἀ­γο­ρᾶς ὡς τοῦ κυ­ρί­αρ­χου οἰ­κο­νο­μι­κοῦ μον­τέ­λου τοῦ ὕ­στε­ρου κα­πι­τα­λι­σμοῦ. «Οἱ θε­ω­ρί­ες­ τοῦ “τέ­λους τῆς Ἱ­στο­ρί­ας” καί τοῦ “τέ­λους τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν”, πα­ρά τή ρη­χό­τη­τά τους, ἀ­πο­βλέ­πουν σ’­αὐ­τόν ἀ­κρι­βῶς τόν στό­χο: Νά ἀ­πο­συν­δε­θοῦ­με πλή­ρως ἀ­πό τό πο­λι­τι­σμι­κό μας πα­ρελ­θόν ὥ­στε νά προ­σέλ­θου­με ὡς “σι­ω­ποῦν­τες ἀ­μνοί” στό “σφα­γεῖ­ο τῆς ἀ­γο­ρᾶς”». (48)

Ὁ Κρί­στο­φερ Λάς συν­δέ­ει τήν «ἱ­στο­ρι­κή ἀ­συ­νέ­χεια» μέ τόν ναρ­κισ­σι­σμό, τό ἐ­σω­τε­ρι­κό κε­νό, τήν ἔλ­λει­ψη νο­ή­μα­τος, τήν αἴ­σθη­ση δυ­σα­νε­ξί­ας, τή βί­ω­ση τοῦ ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­του καί δυ­στυ­χί­ας τοῦ συγ­χρό­νου ἀν­θρώ­που (Βλ. τό 2ο κε­φά­λαι­ο, ἐ­πι­γρα­φό­με­νο “Ἡ ναρ­κισ­σι­στι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ και­ροῦ μας” στό βι­βλί­ο του Ἡ κουλ­τού­ρα τοῦ ναρ­κισ­σι­σμοῦ).

Ὁ­μοί­ως καί ὁ Ἀρ­γεν­τι­νός ψυ­χα­να­λυ­τής Γιά­γκο Φράν­κο γρά­φει: «Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἔ­κρα­ση μιᾶς κεν­τρι­κῆς ἀ­ξί­ας τοῦ κα­πι­τα­λι­σμοῦ∙ ἡ δί­ψα τοῦ και­νούρ­γιου γιά τό και­νούρ­γιο. Πρᾶγ­μα πού προ­κα­λεῖ μί­α τά­ση πρός τή δι­ά­λυ­ση τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν στοι­χεί­ων πού “ἔ­χουν ἤ­δη ξε­πε­ρα­στεῖ”: στήν τέ­χνη, στήν κουλ­τού­ρα, στήν πο­λι­τι­κή, στήν ψυ­χα­νά­λυ­ση… Τό θε­σμι­σμέ­νο μέ­σῳ τῶν ση­μα­σι­ῶν νό­η­μα γί­νε­ται ὅ­λο καί πιό εὔ­θρα­στο −ἀρ­κεῖ νά δεῖ κα­νείς τήν τα­χύ­τη­τα μέ τήν ὁ­ποί­α ἐμ­φα­νί­ζον­ται καί ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται οἱ εἰ­δή­σεις στά μέ­σα ἐ­νη­μέ­ρω­σης– καί ὅ­λα λει­τουρ­γοῦν μέ τό ρυθ­μό τῆς κα­τα­νά­λω­σης τοῦ και­νούρ­γιου (πού χά­ρη στήν ἐ­πι­τά­χυν­ση τῆς χρο­νι­κό­τη­τας γί­νε­ται ὁ­λο­έ­να καί πιό ἐ­φή­με­ρο). Τό ἴ­διο συμ­βαί­νει καί μέ τίς δι­ά­φο­ρες δρα­στη­ρι­ό­τη­τες ὅ­πως τό γυ­μνα­στή­ριο, τά μα­θή­μα­τα, τά με­τα­πτυ­χια­κά καί τά δι­δα­κτο­ρι­κά, οἱ σχέ­σεις, οἱ εἰ­δή­σεις… Εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το πώς ἡ θε­σμι­σμέ­νη χρο­νι­κό­τη­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας ἀ­γνο­εῖ τό­σο τίς γέ­φυ­ρες μέ τό πα­ρελ­θόν ὅ­σο καί κά­θε ἰ­δέ­α γιά ἕ­να συλ­λο­γι­κό μελ­λον­τι­κό πρό­ταγ­μα» (49). Ἕ­να θε­με­λι­ῶ­δες ἀν­τί­σταθ­μο σέ αὐ­τή τή ρή­ξη μέ τήν ἱ­στο­ρί­α καί τό πο­λι­τι­σμι­κό πα­ρελ­θόν μας εἶ­ναι ἡ δι­α­τή­ρη­ση, κα­τα­νό­η­ση καί καλ­λι­έρ­γεια τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας σέ ὅ­λη τή δι­α­χρο­νί­α της. Θε­ω­ρῶ, καί νο­μί­ζω βά­σι­μα, ὅ­τι ἡ γε­νι­κώ­τε­ρη πα­ρου­σί­α καί ἐ­να­σχό­λη­ση μέ τή δι­α­χρο­νι­κή Ἑλ­λη­νι­κή ἀλ­λά καί Εὐ­ρω­πα­ϊ­κή κουλ­τού­ρα καί λο­γο­τε­χνί­α ἐ­νι­σχύ­ουν τούς δε­σμούς τοῦ συγ­χρό­νου Ἕλ­λη­να μέ τήν ἱ­στο­ρί­α καί τήν πο­λι­τι­σμι­κή κλη­ρο­νο­μιά του, ἀ­πο­τε­λοῦν ἴ­σως τό ἔ­σχα­το ἀ­νά­χω­μα στόν ὁ­δο­στρω­τῆ­ρα τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τῆς Ἀ­γο­ρᾶς, ὄ­χι μό­νο ὡς οἰ­κο­νο­μι­κοῦ συ­στή­μα­τος, ἀλ­λά καί ὡς τρό­που σκέ­ψε­ως καί τρό­που ζω­ῆς.

 

1. Dominique Pasquier, Κουλτούρες τῶν Λυκειόπαιδων. Ἡ τυραννία τῆς πλειοψηφίας, μετάφραση Κατερίνα Νιγιάννη, ἐπιμέλεια Ἔφη Κορομηλᾶ, ἐκδ. Κατάρτι, Ἀθήνα 2007, σσ. 27-32. Ἡ μελέτη μας σέ πολλά σημεῖα της στηρίχθηκε στό ἐξαιρετικό αὐ­τό βιβλίο. Τό ἐν λόγῳ βιβλίο ἀναφέρεται στή γαλλική πραγματικότητα, ἡ ὁποία ὅμως, ὅπως νομίζουμε, δέν ἀπέχει πολύ τῆς ἑλληνικῆς.

2. Μάκη Παπαγεωργίου, Παιδί καί Ἰντερνέτ, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2010, σσ. 133-134.

3. Νίλ Πόστμαν, Τεχνοπώλιο, μετάφραση Κάτια Μεταξᾶ, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1999, σ. 23.

4. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 29.

5. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σσ. 38-39.

6. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 27.

7. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 38.

8. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 53.

9. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 53.

10. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 66.

11. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 67.

12. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 85.

13. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 85.

14. Κορνηλίου Καστοριάδη, Ὁ θρυμματισμένος κόσμος, μετάφραση Ζήση Σαρίκα, Κώστα Σπαντιδάκη, Ὕψιλον/Βιβλία, Ἀθήνα 1992, σσ. 11 κ.ἑξ.

15. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 21.

16. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 68.

17. Ἀριστοτέλους, Πολιτικά 1339 b.

18. Ἀριστοτέλους, Πολιτικά 1339 b.

19. Βλέπε Δημήτρη Ἀγγελῆ, Αἰσθητική Βυζαντινή. Ἡ ἔννοια τοῦ κάλλους στόν Μέγα Βασίλειο, Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 2004, σ. 108.

20. Δημήτρη Μπαλτᾶ, «Ἀπό τήν κοινωνία τοῦ θεάματος στόν πολιτισμό τῆς εἰκόνας», στήν Εὐθύνη, τεῦχος 433, Ἀθήνα 2008, σσ. 42-43.

21. Δημήτρη Μπαλτᾶ, “Ἡ ἀνθρωπολογία τῆς μετανεωτερικότητας”, στήν Εὐθύνη, τεῦχος 439, Ἀθήνα 2008, σ. 328.

22. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σσ. 179-180.

23. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 182.

24. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σσ. 187-188.

25. Κωνσταντίνου Τσάτσου, “Γλώσσα καί ἔθνος”, στήν Εὐθύνη, τεῦχος 112, Ἀπρίλιος 1981, σ. 146.

26. Παράθεμα ἀπό Ἀντώνη Κουνάδη, “Γιά τήν γλωσσική μας παιδεία”, στήν Εὐθύνη, τεῦχος 429, Σεπτέμβριος 2007, σ. 427.

27. Ὁμήρου Ἰλιάδα, εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Ο. Κομνηνοῦ-Κακριδῆ, τόμος Α΄, ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ. σ. 209.

28. Ὁμήρου Ἰλιάδα, ἔνθ.ἀν., σ. 585.

29. Κ. Προκοπάκη, “Ἐπιδραση τῶν ἠλεκτρονικῶν μέσων μαζικῆς ἐπικοινωνίας καί ψυχαγωγίας στά παιδιά καί τούς ἐφήβους”, στά Νοσοκομειακά Χρονικά 20011;73 (1): σσ. 68-87.

30. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 163.

31. Βλ. τό ἀνωτέρω ἀναφερθέν βιβλίο τοῦ Μάκη Παπαγεωργίου, Παιδί καί Ἰντερνέτ.

32. Βλ. Μάκη Παπαγεωργίου, ἔνθ.ἀν., σσ. 141-151.

33. Μάκη Παπαγεωργίου, ἔνθ.ἀν., σ. 136.

34. Κορνηλίου Καστοριάδη, Παράθυρο στό χάος, μετάφραση Εὐγενία Τσελέντη, Ὕψιλον/Βιβλία, Ἀθήνα 2007, σ. 30.

35. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 178

36. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Λόγος Α΄, εἰς τό γενέσιον τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, PG 96, 673 A.

37. Mill, J.S., “Inaugural”, St Andrew᾿ἀνατύπωση στον Cavenagh, ἐκδ. (1931). Παρατίθεται στό Simon Goldhill, Ποιός χρειάζευαι τούς Ἕλληνες; Ποιός χρειάζεται τά ἑλληνικά;, μετάφραση Γιῶργος Κουτσουνέλος, ἐκδ. Ἐνάλιος, Ἀθήνα 2003, σ. 3.

38. Χρήστου Γιανναρᾶ, “Ὁ ἑλληνικός δρόμος γιά τόν ἐξευρωπαϊσμό” στήν Καθημερινή τῆς 7ης Ἀπριλίου 2011, σ. 21

39. Dominique Pasquier, ἔνθ. ἀν., σ. 62.

40. Neil Postman, Διασκέδαση μέχρι θανάτου. Δημόσιος λόγος τήν ἐποχή τοῦ θεάματος, μετάφραση Ἑλένη Κανακίδου, Βούλα Παπαγιάννη, Ἀπό τόν Πολίτη τοῦ Ἔθνους στόν Πολίτη τοῦ Κόσμου, ἐκδ. Τυπωθήτω-Γιῶργος Δαρδανός, Ἀθήνα 2003, σ. 146. Φωτεινή Ρουγκούνη, Ἀφροδίτη Τζαμουράνη, ἐπιστημονική ἐπιμέλεια Πόπη Διαμαντάκου, ἐκδ. Κατάρτι, Ἀθήνα 2007, σσ. 9-10.

41. Neil Postman, ἔνθ. ἀν., σσ. 191-192.

42. Κώστας Ἀξελός, Πρός τήν πλανητική σκέψη, γ΄ ἀνατύπωση, ἐκδ. Ἐστίας, Ἀθήνα 1985, σ. 388.

43. Ἑλένη Κανακίδου, Βούλα Παπαγιάννη, Ἀπό τόν Πολίτη τοῦ Ἔθνους στόν Πολίτη τοῦ Κόσμου, ἐκδ. Τυπωθήτω-Γιῶργος Δαρδανός, Ἀθήνα 2003, σ. 146.

44. Βλ. τό ἄρθρο τοῦ Νήλ Πόστμαν, “Ἡ ἐξαφάνιση τῆς παιδικῆς ἡλικίας” στό συλλογικό τόμο Παιδική ἡλικία, ἐπιμέλεια Δήμητρα Μακρυνιώτη, ἐκδόσεις Νῆσος, Ἀθήνα 2001, σσ.131-147.

45. Κορνήλιος Καστοριάδης, Κρίστοφερ Λάς, “Ἀντιπαλεύοντας τήν ἰδιώτευση”, μετάφραση Νῖκος Μάλλιαρης, στό Μάγμα, τεῦχος 5, Δεκέμβριος 2009, σ. 77.

46. Κρίστοφερ Λάς, Ἡ κουλτούρα τοῦ ναρκισσισμοῦ, μετάφραση Βασίλης Τομανᾶς, ἐκδ. Νησίδες, Ἀθήνα χ.χ. σσ. 18-19.

47. Παράθεμα ἀπό τό Κρίστοφερ Λάς, Ἡ κουλτούρα τοῦ ναρκισσισμοῦ, ἔνθ.ἀν., σ. 72.

48. Μενέλαου Γκίβαλου, Ὁ “πολιτισμός” τῆς ἀγορᾶς, ἐφημερίδα Παρόν, 3 Ἰανουαρίου 2010.

49. Γιάγκο Φράνκο, “Ἡ ἄνοδος τῆς ἀσημαντότητας καί ἡ ψυχαναλυτική κλινική”, μετάφραση Δημήτης Μαρκόπουλος, στό Μάγμα, τεῦχος 5, Δεκέμβριος 2009, σσ. 69-70.