Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Η εντατικοποίηση της εργασίας των εκπαιδευτικών και η συζήτηση για τον εργασιακό τους χρόνο

Η εντατικοποίηση της εργασίας των εκπαιδευτικών και η συζήτηση για τον εργασιακό τους χρόνο


της Αιμιλίας Τσαγκαράτου*
Ένα από τα κεντρικά ζητήματα που ανοίγει στα πλαίσια του «εθνικού διαλόγου για την Παιδεία» είναι η συζήτηση για το χρόνο εργασίας των εκπαιδευτικών. Οι πρόσφατες δηλώσεις του κ. Λιάκου «να μην συμπίπτουν ο χρόνος διδασκαλίας και ο εργασιακός χρόνος των εκπαιδευτικών», «ο εργασιακός χρόνος να περιλαμβάνει τις παιδαγωγικές συναντήσεις των δασκάλων και των καθηγητών οι οποίοι κάθε βδομάδα θα χαράζουν την εκπαιδευτική πολιτική»(!), αλλά και προηγούμενες δηλώσεις του για «επιμορφώσεις των εκπαιδευτικών στα κενά τους» δεν είναι τυχαίες. Πέρα από τον τρόπο με τον οποίο φαίνεται να προσανατολίζεται το Υπουργείο Παιδείας να «λύσει» το πρόβλημα της λειτουργίας των σχολείων χωρίς διορισμούς, οφείλουμε να δούμε τη γενικότερη πολιτική στόχευση σε σχέση με τον εργασιακό χρόνο των εκπαιδευτικών, έτσι όπως εκπορεύεται και από τη συνολική εκπαιδευτική πολιτική που διαμορφώνουν και τα υπερεθνικά κέντρα.
1. Η αύξηση του χρόνου εργασίας των εκπαιδευτικών είναι μια παγκόσμια τάση. Η τάση αυτή εκφράζεται όχι μόνο με την αύξηση των ωρών διδασκαλίας αλλά με την συνολική εντατικοποίηση και την αύξηση του εξωδιδακτικού φόρτου εργασίας, που σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία φτάνει στα όρια της σωματικής και ψυχολογικής εξόντωσης. Από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία μέχρι τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να δουλέψουν περισσότερο και να πληρώνονται λιγότερο. Όλο και δυναμώνουν οι φωνές αντίστασης των εκπαιδευτικών απέναντι στην πολιτική που επιβάλλεται από τον ΟΟΣΑ, την ΕΕ, και την Παγκόσμια Τράπεζα που συμπυκνώνεται στην πρόταση «με όσο το δυνατόν λιγότερες ‘εισροές’ να έχουμε όσο γίνεται περισσότερες ‘εκροές’». Ο σφιχτός έλεγχος και η μείωση της δημόσιας δαπάνης για την εκπαίδευση, όχι μόνο στις χώρες με οικονομική κρίση, σημαίνει ότι πρέπει με όσο γίνεται λιγότερα χρήματα να έχουμε όσο γίνεται περισσότερα και «καλύτερα αποτελέσματα».
Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής “Education and Training Monitor 2015” «…στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει εξορθολογιστεί σημαντικά ανάμεσα στο 2011-2014. Η Ελλάδα είχε έναν από τους μικρότερους αριθμούς διδακτικών ωρών στον ΟΟΣΑ και έναν από τους μικρότερους αριθμούς μαθητών ανά τμήμα. Επιπλέον, ένας αριθμός από οργανωτικές δυσκαμψίες εμπόδισαν μια λογική κατανομή του προσωπικού. Η αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα και η αύξηση του διδακτικού ωραρίου (σημ. αναφέρεται προφανώς στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) έχει φέρει την Ελλάδα πιο κοντά στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ». Στη αντίστοιχη έκθεση του ΟΟΣΑ συνολικά για τις χώρες της ΕΕ διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα δαπανά το μεγαλύτερο ποσοστό από τις συνολικές δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση για τη μισθοδοσία των εκπαιδευτικών (80%) από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης – άρα μήπως πρέπει να μειωθούν; Οι δαπάνες για την εκπαίδευση θεωρούνται «επένδυση», άρα λοιπόν δεν πρέπει να υπάρχει «σπατάλη», πρέπει να αξιοποιούνται όσο το δυνατό πιο «αποδοτικά». Αυτή είναι η ουσία των παραπάνω διαπιστώσεων και όχι μια πραγματική καταγραφή της πραγματικότητας αφού όλοι ξέρουμε ότι γίνεται λαθροχειρία στον τρόπο που υπολογίζονται οι ώρες διδασκαλίες και ο μέσος όρος των μαθητών ανά τμήμα στη χώρα μας. Όσο για τις δαπάνες για την παιδεία, ενώ στις ίδιες εκθέσεις εμφανίζεται μια σταδιακή μείωσή τους από το 2010 και μετά σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία , η Φινλανδία και άλλες, για την Ελλάδα εμφανίζεται αύξηση κατά 0.3% επί του ΑΕΠ. Φυσικά δεν αναφέρεται πουθενά η δραματική μείωση του ΑΕΠ της χώρας μας την περίοδο της κρίσης…
2. Η έννοια του σχολικού χρόνου και για τους εκπαιδευτικούς και για τους μαθητές λειτουργεί πια με όρους αγοράς. Η εντατικοποίηση της εργασίας, που συνήθως την ταυτίζουμε με τον ιδιωτικό τομέα, είναι πραγματικότητα και στην εκπαίδευση. Μια βασική πλευρά των αναδιαρθρώσεων σε αυτήν είναι η προσπάθεια εμπέδωσης της άποψης ότι «ο καλός, σκληρά εργαζόμενος εκπαιδευτικός» είναι η βασική συνιστώσα ενός «καλού και αποτελεσματικού σχολείου». Δεν αφορά μόνο την ώρα που βρίσκεται μέσα στην τάξη, αλλά και όλο εκείνο το χρόνο που θα πρέπει να αφιερώνει για προετοιμασία, σεμινάρια, επιμορφώσεις, διοικητική δουλειά και άλλα – μέσα στα πλαίσια βεβαίως διαχείρισης μιας εκπαιδευτικής πολιτικής που αποφασίζει η εξουσία. Ο εκπαιδευτικός πρέπει να είναι «ψυχή τε και σώματι» διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή για να εμπεδώνει, να διαχειρίζεται και να μαθαίνει πώς να γίνεται ο ιμάντας μεταβίβασης της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής.
Η εντατικοποίηση βέβαια της δουλειάς των εκπαιδευτικών είναι ήδη εδώ. Το κυνήγι των προγραμμάτων, των σεμιναρίων, των επιμορφώσεων μαζί με τη δυσκολία και την έκταση της διδακτέας ύλης που πρέπει να καλυφθεί συμβάλλουν σε αυτό σε μεγάλο βαθμό. Με δυσκολία διακρίνεται ο εργασιακός χρόνος από τον «ελεύθερο» χρόνο των εκπαιδευτικών που για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του πρώτου αφιερώνουν μεγάλο μέρος του δεύτερου, κάνοντας δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ τους.
Η εντατικοποίηση της δουλειάς των εκπαιδευτικών δεν γίνεται υποχρεωτικά μόνο με αύξηση του διδακτικού ωραρίου. Φυσικά η συζήτηση που γίνεται από το Υπουργείο Παιδείας στη χώρα μας δεν την αποκλείει, για να μπορέσει να «λύσει» το πρόβλημα των μηδενικών διορισμών. Όμως δεν είναι αυτό το κύριο ή το μόνο ζητούμενο. Έχουν πέσει στο τραπέζι προτάσεις για αύξηση της διδακτικής ώρας (από 45 λεπτά σε 60 – πρόταση της «ομάδας REN» – δηλαδή αύξηση του εργάσιμου χρόνου που αντιστοιχεί σε έως και 5 διδακτικές ώρες χωρίς τυπική αύξηση του ωραρίου!), αύξηση της διάρκειας του χρόνου των διαλειμμάτων με στόχο την παράταση της παραμονής στο σχολείο, η υποχρεωτική παραμονή μέχρι τις 2, η μεταφορά δραστηριοτήτων του συλλόγου διδασκόντων το απόγευμα (συνεδριάσεις συλλόγων διδασκόντων, ενημερώσεις γονέων κλπ). Με αυτό τον τρόπο έχουμε πολλαπλές στοχεύσεις: τη διαχείριση του χρόνου του υπάρχοντος εκπαιδευτικού προσωπικού με τέτοιο τρόπο που να φαίνεται ότι τα σχολεία λειτουργούν «ομαλά», την εντατικοποίηση των εκπαιδευτικών, την προσπάθεια να δοθεί η εντύπωση στην κοινωνία και τους υπόλοιπους εργαζόμενους ότι οι εκπαιδευτικοί «θα πάψουν να είναι τεμπέληδες» και ότι στο εξής θα είναι διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή . Στο τελευταίο ειδικά φαίνεται ότι θα συνηγορήσει και η πλειοψηφία της ΔΟΕ, αφού με τοποθετήσεις μελών του προεδρείου της(!) στις ημερίδες που οργανώνονται αυτή την περίοδο ανά την Ελλάδα με θέμα το σχολείο παρουσιάζουν με θετικό τρόπο την ατζέντα Λιάκου για υποχρεωτική παραμονή των εκπαιδευτικών μέχρι τις 2 , τις συνεδριάσεις των συλλόγων διδασκόντων το απόγευμα , την ενημέρωση των γονέων εκτός ωραρίου γιατί «η κοινωνία θεωρεί ότι δουλεύουμε λίγο».
Τα επιχειρήματα του « κοινωνικού αυτοματισμού» ως πρόσχημα για την αύξηση του διδακτικού και εργασιακού χρόνου των εκπαιδευτικών πρέπει να αντιστραφούν: η αύξηση του χρόνου εργασίας ενός μέρους των εργαζομένων δεν λύνει το πρόβλημα της ανεργίας, αντίθετα το εντείνει αφού δεν χρειάζονται νέες προσλήψεις. Η χειροτέρευση και η εντατικοποίηση των όρων εργασίας των εκπαιδευτικών δεν λύνει, αντίθετα νομιμοποιεί ακόμα περισσότερο αυτό που γίνεται σε άλλους εργασιακούς χώρους. Το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι η όροι εργασίας ενός τμήματος των εργαζομένων να επιδεινώνονται για να προσεγγίσουν τις εργασιακές συνθήκες των υπόλοιπων. Το ζητούμενο είναι όλοι μαζί οι εργαζόμενοι να αγωνιστούμε για μείωση του χρόνου εργασίας και μισθούς που να επιτρέπουν αξιοπρεπή διαβίωση. Όσο πιο πολύ χειροτερεύουν οι συνθήκες εργασίας ενός τμήματος των εργαζομένων, τόσο συμπιέζονται προς τα κάτω και οι υπόλοιποι.
3. Αυτό που χαρακτηρίζει με μεγαλύτερη ένταση τα τελευταία χρόνια τον εργασιακό χρόνο των εκπαιδευτικών στις χώρες της ΕΕ και όχι μόνο είναι η τυποποίηση, η ποσοτικοποίηση, ο αυστηρός γραφειοκρατικός έλεγχος. «Ο χρόνος είναι αγαθό ή μέσο που μπορεί να αυξηθεί, να μειωθεί, να γίνει αντικείμενο διαχείρισης, μέτρησης, να δαπανηθεί, να οργανωθεί, να ποσοτικοποιηθεί και να διευθετηθεί για την επίτευξη επιλεγμένων εκπαιδευτικών στόχων. Ο χρόνος, δηλαδή, προβάλλεται ως ποσοτική αντικειμενική, εργαλειακή και οργανωτική μεταβλητή, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαχείρισης για την επίτευξη στόχων που έχουν ορισθεί από άλλους». (Γ. Μαυρογιώργος). Μιλώντας για τη δική μας εκπαιδευτική πραγματικότητα, βλέπουμε ότι ο εκπαιδευτικός δεν θεωρείται ως μια αυτόνομη μονάδα, ως ένας εργαζόμενος με μία θέση σε ένα σχολείο που να μπορεί να αποκτά μόνιμη και σταθερή σχέση με τη σχολική μονάδα και τους μαθητές της, αλλά ως ένα «δοχείο» ωρών, που μπορούν να διατίθενται οπουδήποτε, ελαστικά, με μετακινήσεις, με αυστηρή καταγραφή στο my school. Με αυτό το κριτήριο γίνονται και οι προσλήψεις των αναπληρωτών, με όρους «ωρών» και όχι ανθρώπων γίνεται η καταγραφή των κενών, μετατρέποντας τον εκπαιδευτικό σε «ευέλικτο» και «απασχολήσιμο» εργαζόμενο. Ταυτόχρονα βλέπουμε εκπαιδευτικούς να μετακινούνται ακόμα και για μία ώρα ή να διδάσκουν μαθήματα εκτός της ειδικότητάς τους, στο όνομα να γεμίσει όπως – όπως το πρόγραμμα, να καλύπτονται τα κενά, με πλήρη αδιαφορία απέναντι στο εκπαιδευτική και παιδαγωγική διαδικασία, για την οποία όμως κατά τα άλλα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους οι πανεπιστημιακοί, το υπουργείο και τα στελέχη της εκπαίδευσης..
Συμπερασματικά:
Το Υπουργείο Παιδείας ανοίγει επιθετικά τη συζήτηση για το χρόνο εργασίας των εκπαιδευτικών και όχι μόνο σε σχέση με το διδακτικό ωράριο. Επαναφέρει, στα πλαίσια του «διαλόγου» τις σχετικές «ιδέες» που κατά καιρούς είχαν επιχειρήσει να επιβάλλουν όλοι οι προηγούμενοι υπουργοί παιδείας (από τον Αρσένη και τη Γιαννάκου μέχρι τη Διαμαντοπούλου, τον Αρβανιτόπουλο και το Λοβέρδο). Προσπαθεί να το ντύσει «παιδαγωγικά», απευθύνεται και στην κοινωνία, αναζητά συμμαχίες τις οποίες απ’ ότι φαίνεται τις βρίσκει και στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών μας υπονομεύονται ακόμα περισσότερο μέσα σε ένα σχολείο που θα βλέπει το πρόβλημα της λειτουργίας του ως διαχείριση χρόνου και ωρών, όπου η παιδαγωγική σχέση εκπαιδευτικού – μαθητή τουλάχιστον υπονομεύεται. Η απαίτηση για μαζικούς μόνιμους διορισμούς αφορά και τη λειτουργία των σχολείων και το να βρουν δουλειά οι άνεργοι συνάδελφοί μας αλλά και το να μην ισοπεδώνονται εργασιακά οι εκπαιδευτικοί που ήδη διδάσκουν στα σχολεία. Ταυτόχρονα ο εκπαιδευτικός δεν πρέπει να έχει ελεύθερο χρόνο μόνο «για να διορθώνει, να προετοιμάζεται, να επιμορφώνεται». Έχει κυρίως να κάνει με την ανάγκη να αναπτύσσεται και να βελτιώνεται ως εκπαιδευτικός, ως διανοούμενος, ως υποκείμενο αλλαγής του σχολείου αλλά και της κοινωνίας συνολικά προς όφελος των μορφωτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των μαθητών μας.
*Εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης
www.pantiera.gr

Ο… επιχειρηματικός συνδικαλισμός της «ΓΣΕΕ Α.Ε.» και o πακτωλός χρημάτων των ΕΣΠΑ


Ο… επιχειρηματικός συνδικαλισμός της «ΓΣΕΕ Α.Ε.» και o πακτωλός χρημάτων των ΕΣΠΑ

 

Του Δημήτρη Σταμούλη*

Την ερχόμενη Πέμπτη ξενικά το 36ο συνέδριο της ΓΣΕΕ και ολοκληρώνεται την Κυριακή σε πεντάστερο ξενοδοχείο της Ρόδου. Η απόφαση για «συνδικαλιστικό τουρισμό», τόσο μακριά από τα εκατομμύρια εργαζόμενους και άνεργους, εναρμονίζεται πλήρως με την πολιτική που χρόνια τώρα ακολουθούν οι κυρίαρχες δυνάμεις του κρατικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, που λειτουργούν ως ιμάντας μεταβίβασης της αστικής πολιτικής μέσα στο εργατικό κίνημα. Και αυτό το κάνουν με το αζημίωτο!
Πριν από λίγες ημέρες, ο υπουργός Εργασίας Γ. Κατρούγκαλος υπέγραψε την απόφαση σχετικά με την «κατανομή κονδυλίων του ΕΛΕΚΠ, που αφορά στην χρηματοδότηση των συνδικάτων και των εκπαιδευτικών, ερευνητικών και επιστημονικών φορέων της τριτοβάθμιας οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος». Οι εργαζόμενοι πληρώνουν τη γραφειοκρατία με τον ιδρώτα τους, καθώς πόρος του ΕΛΕΚΠ είναι και η εισφορά 1,35% που υπολογίζεται επί των πετσοκομμένων μισθών τους…

Κατά καιρούς πολλά έχουν γραφεί για τους παχυλούς μισθούς παλιότερων προέδρων της ΓΣΕΕ αλλά και του νυν Γ. Παναγόπουλου, που έχει θητεύσει σε πολλαπλά συνδικαλιστικά, και διευθυντικά πόστα στην ανώτατη ιεραρχία επιχειρήσεων (π.χ. το 2009 βρισκόταν στο ΔΣ της ΔΕΗ, όπως και στο ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας). Όμως η συνομοσπονδία των γραφειοκρατών χωρίς υπερβολή, τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ως Ανώνυμη Εταιρεία, διαχειριζόμενη κονδύλια εκατομμυρίων ευρώ! Οι… βάσεις τέθηκαν ήδη από το 1995 όταν ίδρυσε το ΚΕΚ ΙΝΕ ΓΣΕΕ. Στο προφίλ του ΚΕΚ, στην ιστοσελίδα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι «τα ελληνικά συνδικάτα […] δεν μπορούσαν να αγνοήσουν το σημαντικό αυτό πεδίο παρέμβασης που αφορά την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού […] πολύ περισσότερο μάλιστα όταν κατά τη διάρκεια του Α΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης δημιουργήθηκε ένα σύνολο δραστηριοτήτων για ανέργους και εργαζομένους». Και συνεχίζει: «Το ΚΕΚ του ΙΝΕ ΓΣΕΕ δεν αποτελεί ένα ακόμη μέσο απλής παρέμβασης στην αγορά εργασίας, είναι φορέας υλοποίησης στρατηγικών επιλογών της ΓΣΕΕ και του ΙΝΕ στην αναβάθμιση του ανθρώπινου παράγοντα, μέσω της κατάρτισης».

Τελευταίο έτος σταθμός στην πορεία της ΓΣΕΕ προς τον πακτωλό χρημάτων των ΕΣΠΑ ήταν το 2014 επί υπουργίας Γ. Βρούτση και συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Έτσι, στις 14/03/2014, το υπουργείο Εργασίας ενέταξε την Πράξη «Συνδικαλιστική κατάρτιση και ενίσχυση κοινωνικών δεξιοτήτων εργαζομένων ιδιωτικού τομέα που εκπροσωπούνται από τη ΓΣΕΕ στις 8 περιφέρειες σύγκλισης» στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού», με συγχρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο. Αντικείμενο της πράξης ήταν « η ανάπτυξη και λειτουργία προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης σε συγκεκριμένους πληθυσμούς στόχους, κυρίως συνδικαλιστές και εγγεγραμμένα μέλη πρωτοβάθμιων σωματείων εργαζομένων που εκπροσωπούνται στη ΓΣΕΕ». Στόχος ήταν «η ενίσχυση της νέας γενιάς συνδικαλιστικών στελεχών του ιδιωτικού τομέα, ώστε να διαθέτουν αναπτυγμένες ικανότητες και δεξιότητες, για να επιτελέσουν σύγχρονο και ηγετικό ρόλο συνδικαλιστικής παρέμβασης στο χώρο εργασίας και ευρύτερα κοινωνικής και πολιτικής παρέμβασης». Πέρα όμως από τη δημιουργία μιας «σχολής» παραγωγής μαζικά γραφειοκρατών και υποτακτικών, σε κράτος και εργοδοσία, συνδικαλιστών «κοπής ΓΣΕΕ», η υπόθεση αυτή είχε και πολύ χρήμα. Από την υλοποίηση των δράσεων και την ανάπτυξη 362 προγραμμάτων κατάρτισης για 7.240 συμμετέχοντες, η ΓΣΕΕ εισέπραξε συνολικά ως άμεσες δαπάνες μετά ΦΠΑ 1.978.120 ευρώ και ως έμμεσες δαπάνες άλλα 349.000 ευρώ, δηλαδή συνολικά 2.327.200 ευρώ.

Για την αντίστοιχη πράξη συνδικαλιστικής κατάρτισης της ίδιας περιόδου και υπουργίας Βρούτση, «στις 2 περιφέρειες σταδιακής εισόδου στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού»», προβλέπονταν 74 προγράμματα κατάρτισης με 1.480 συμμετέχοντες. Στην περίπτωση αυτή οι άμεσες και έμμεσες δαπάνες του κράτους προς τη ΓΣΕΕ έφτασαν τα 475.200 ευρώ. Για την τελευταία πράξη του ίδιου έτους, που αναφερόταν «στις 3 περιφέρειες σταδιακής εξόδου στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού»», υλοποιήθηκαν άλλα 194 προγράμματα επιμόρφωσης για 3.880 καταρτιζόμενους με συνολικό όφελος για τη ΓΣΕΕ –άμεσες και έμμεσες δαπάνες- 1.511.600 ευρώ!

Όμως το ΚΕΚ ΓΣΕΕ μαζί με άλλα αντίστοιχα ΚΕΚ συνομοσπονδιών όπως της ΓΣΕΒΕΕ, της ΕΣΕΕ (έμποροι) και της… Στέγης της ελληνικής βιομηχανίας του ΣΕΒ (!), για την πράξη «ενδυνάμωσης της αποτελεσματικής συμμετοχής στον κοινωνικό διάλογο» (sic), εισέπραξαν δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Μόνο η ΓΣΕΕ για να κάνει διάφορα «υποέργα», όπως μελέτες, study visit, workshops, ημερίδες, σεμινάρια κατάρτισης, κείμενα προτάσεων πολιτικής, ένα συνέδριο και μία έκθεση απολογισμού του έργου, εισέπραξε 175.000 ευρώ!

Να σημειωθεί ότι για τα προγράμματα επιμόρφωσης διάρκειας 20 ωρών, η παρακολούθηση είναι δωρεάν, δηλαδή η ΓΣΕΕ δεν πληρώνει τίποτα, ενώ για τα προγράμματα κατάρτισης οι καταρτιζόμενοι επιδοτούνται με 3 ευρώ ανά ώρα κατάρτισης (μεικτά) για τις δια ζώσης ώρες κατάρτισης και 2 ευρώ ανά ώρα για τις εξ αποστάσεως ώρες κατάρτισης. Όσον αφορά τα θεματικά αντικείμενα των προγραμμάτων, ανάμεσά τους φιγουράρουν και μερικά όπως η… «θεσμική ανασυγκρότηση της ευρωζώνης», οι «τεχνικές διαπραγμάτευσης» και άλλα απαραίτητα για τον… ταξικό αγώνα…

Η συνολική εικόνα του… εκπαιδευτικού έργου της ΓΣΕΕ συμπληρώνεται και από το σχεδιασμό και υλοποίηση προγραμμάτων επιμόρφωσης για χιλιάδες αποφοίτους ΙΕΚ, ΕΠΑΣ και ΕΠΑΛ ηλικίας έως 29 ετών, όπου διαμεσολαβεί και για παροχή μαθητείας, δηλαδή φθηνής εργασίας σε επιχειρήσεις, με μισθούς 480 ευρώ καθαρά για τους κάτω των 25 ετών. Ο «επιχειρηματικός συνδικαλισμός» δεν απαιτεί λοιπόν απλώς «αλλαγή συσχετισμών», αλλά ριζική ταξική ανασυγκρότηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, 12.03.2016

ANGELINA JOLIE: ΟΤΑΝ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΦΟΡΑΕΙ PRADA



 (Παρ. 18/3/16 - 10:00)
Του ΑΝΔΡΕΑ ΖΑΦΕΙΡΗ
 
Πάνε 500 χρόνια από όταν οι Conquistadores χάριζαν χάντρες πολύχρωμες και καθρεφτάκια στους ιθαγενείς. Κι όμως . Αυτή είναι η πλησιέστερη εικόνα στις εικόνες της επίσκεψης της στο Πειραιά. Και στο τοπικό φύλαρχο στη συνέχεια.  
Ο «καλοπροαίρετος»-θύμα της «αντικειμενικής πληροφόρησης» θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η ηθοποιός απλά συνεχίζει το φιλανθρωπικό έργο που εκτελεί με προσήλωση σε όλες τις γωνιές του πλανήτη.  
Ο κακοπροαίρετος-«θύμα» του Guy Debord ή του Edward Rosenthal-θα μιλούσε για τη κοινωνία του θεάματος ή για την εξουσία των ψευδαισθήσεων.  
Δυστυχώς θα είχαν και οι δύο άδικο. Γιατί πίσω από το ψεύτικο χαμόγελο της Jolie δεν κρύβεται ούτε η φιλανθρωπία ούτε το star system. Κρύβεται μια πλευρά της σύγχρονης post-modern ευρωατλαντικής διπλωματίας. «Διπλωματίας του 21ου αιώνα», όπου celebrities, παράλληλα με επιλεγμένες κινηματογραφικές παραγωγές, θα λειτουργούν σαν «ιδεολογικοί-επικοινωνιακοί» πρεσβευτές, προλειαίνοντας το έδαφος της δυτικής –αλλά και παγκόσμιας-κοινής γνώμης για επεμβάσεις, πολέμους ή άλλες πολιτικές εξελίξεις.  
Η Jolie ήδη από το 2012 είχε καταγγείλει την «αδράνεια της διεθνούς κοινότητας» μπροστά στα «εγκλήματα» της κυβέρνησης της Συρίας.  
«Νομίζω ότι η κατάσταση στη Συρία έχει φτάσει σε ένα σημείο, όπου δυστυχώς, κάποια μορφή, κάποιο είδος της επέμβασης είναι απολύτως απαραίτητη».
Στην ίδια συνέντευξη, που είχε παραχωρήσει στο Al Jazeera ( ή αλλιώς γνωστό ως «Υπουργείο Αλήθειας του ΝΑΤΟ»), δεν είχε παραλείψει, (αφού παρουσίασε τους Σέρβους σαν «μαζικούς βιαστές»), να αναφερθεί, θετικά βέβαια, στην επέμβαση του ΝΑΤΟ στην Γιουγκοσλαβία, καλώντας σε μια αντίστοιχη «ανθρωπιστική επέμβαση» στη Συρία. Δε παρέλειψε επίσης να καταγγείλει Ρωσία και Κίνα που ασκούσαν veto στην απόφαση για «ανθρωπιστική επέμβαση».  
Στη συνέχεια οι «ανθρωπιστικές» της παραινέσεις πλήθυναν και πήραν τα χαρακτηριστικά παγκόσμιας «σταυροφορίας». Με αποκορύφωμα της ομιλία της στον ΟΗΕ(!), με θέμα-τι άλλο;-την ανάγκη επέμβασης στη Συρία.  
Επέμβαση η οποία τελικά έγινε και προκάλεσε 350.000 νεκρούς και δημιούργησε τις στρατιές των προσφύγων που η ηθοποιός επισκέπτεται, στάζοντας κροκοδείλια δάκρυα. Τα ίδια δάκρυα που στάζουν διάφορες ΜΚΟ, που επίσης-τι σύμπτωση- κατήγγειλαν τότε το «βάρβαρο» καθεστώς της Συρίας και ζητούσαν-κι αυτές-την επέμβαση της «διεθνούς κοινότητας».  
Η Jolie δεν είναι απλά «πρέσβειρα καλής θέλησης του ΟΗΕ». Είναι και μέλος του CFR, (Council on Foreign Relations), ένα πανίσχυρο think tank των ΗΠΑ.  
Το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων ,είναι μια ιδιωτική, μη-κυβερνητική υπερκομματική οντότητα, ένα ίδρυμα-θεσμός και όργανο-γέφυρα μεταξύ του αμερικανικού Κεφαλαίου και του αμερικανικού Κράτους.  
Σκοπός του είναι η διασφάλιση της Αμερικανικής επικυριαρχίας και στα μέλη του συγκαταλέγονται επιφανείς πολιτικοί, εκπρόσωποι του τραπεζικού συστήματος, καθηγητές Πανεπιστημίων, μεγαλο-επιχειρηματίες και προσωπικότητες των Μέσων και του Τύπου.( Η Κυβέρνηση Νίξον, για παράδειγμα, είχε πάνω από 100 μέλη του Συμβουλίου) .  
Το CFR δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τη τελευταία περίοδο, για τις εξελίξεις στην Ευρώπη και το προσφυγικό ζήτημα.  
Έτσι, στις 22 Μαρτίου διοργανώνει ένα κύκλο συζητήσεων, όπου θα παραστούν και πρεσβευτές και διπλωμάτες των ΗΠΑ στην Ευρώπη, με θέμα «Ο ρόλος της Ευρώπης σε ένα ταραγμένο κόσμο», όπου «ειδικοί θα συζητήσουν την ικανότητα και τη βούληση της Ευρώπης να σφυρηλατήσει μια κοινή εξωτερική πολιτική και κατά πόσον η ΕΕ θα παραμείνει εταίρος της Αμερικής στην αντιμετώπιση των προκλήσεων του κόσμου».  
Παράλληλα « εμπειρογνώμονες θα αξιολογούν τις προοπτικές για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τη δυναμική μια πιθανής Brexit και τη δυνατότητα αναμόρφωσης(!) των θεσμικών οργάνων της ΕΕ», ενώ « ειδικοί θα αναλύουν την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ΕΕ σήμερα. Είναι η Ευρώπη εν μέσω μιας κρίσης της δημοκρατικής διακυβέρνησης; Θα αναιρέσει ο λαϊκισμός την Ευρωπαϊκή Ένωση; Μπορεί η Ευρώπη να χειριστεί τις προκλήσεις της γήρανσης του πληθυσμού, την εισροή των προσφύγων και την αργή οικονομική ανάπτυξη;»  
Πόσο πιο καθαρά να το πούν… οι ειδικοί;!

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

www.iskra.gr

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

«Εθνικός διάλογος» για την Παιδεία: το σημαίνον και το σημαινόμενο



«Εθνικός διάλογος» για την Παιδεία: Το σημαίνον και το σημαινόμενο

Σήμερα πολύς λόγος γίνεται για τον λεγόμενο «Εθνικό Διάλογο». Είναι αναγκαίο να δηλώσουμε πως κανένας λογικός άνθρωπος δεν αρνείται εκ των προτέρων και από θέση αρχής τον διάλογο, ως μέσο επίλυσης προβλημάτων ή μέθοδο συνεννόησης, επικοινωνίας, αλληλεπίδρασης, σχεδιασμού και χάραξης πολιτικής σε κάθε τομέα. Για να γίνει όμως διάλογος θα πρέπει να ικανοποιείται μία θεμελιωδώς αναγκαία συνθήκη: Ο διάλογος αυτός να είναι ειλικρινής και ισότιμος.

Αποδίδουν όμως οι λέξεις την ουσία;

Σύμφωνα με τον ιστορικό και συγγραφέα Φάνη Καλαϊτζάκη «[…]Πρώτη προϋπόθεση για ένα δημιουργικό και αποτελεσματικό διάλογο είναι η ισοτιμία των διαλεγομένων, η από ίσης θέσεως και ισχύος ηθικού βέβαια χαρακτήρα διεξαγωγή του οποιουδήποτε διαλόγου. […]Δεν μπορεί να σταθεί διάλογος με δημιουργικά αποτελέσματα· από την αυταρχικότητα και τη βία του δυνατού σωματικά, πνευματικά ή οικονομικά μόνο ταλαιπωρία και δυστυχία μπορεί να προκύψει. Το ίδιο συμβαίνει όταν ευρύτερα σύνολα, κοινωνικές ομάδες ή τάξεις, κράτη και ενώσεις κρατών χρησιμοποιούν για τη διευθέτηση των μεταξύ τους διαφορών το διάλογο ως τέχνασμα, ενώ δεν αναγνωρίζουν στο συνομιλητή τους το δικαίωμα της ισοτιμίας. Ισοτιμία μ’ άλλα λόγια στο διάλογο σημαίνει να μπορεί το κάθε μέρος να εκφραστεί ελεύθερα, χωρίς να επαπειλείται από τα πλεονεκτήματα του άλλου.»

Με απλά λόγια: Διάλογος μεταξύ του έχοντα την εξουσία  και του εξουσιαζόμενου δεν μπορεί να υπάρξει. Αλλιώς δεν θα είναι διάλογος παρά ένα ακόμη Μήλιο δίλημμα με το Υπουργείο Παιδείας στη θέση των Αθηναίων. Των Αθηναίων που μαθαίνουμε απ’ τον Θουκυδίδη πως με θράσος παραδέχονται: «[…]ότι κατά την κρίση των ανθρώπων το δίκαιο λογαριάζεται  όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του κι ότι,  όταν αυτό δε συμβαίνει, οι δυνατοί κάνουν ό,τι τους επιτρέπει  η δύναμή τους κι οι αδύναμοι υποχωρούν κι αποδέχονται.»

Μάλιστα, αξίζει να παρατηρήσει κανείς πόσο θυμίζουν τους «Αθηναίους» της Ιστορίας οι φιλοκυβερνητικοί συνδικαλιστές όταν πρόσφατα έγραφαν: «Ποιός  θα μας επαινέσει για την διαλλακτικότητά μας, αν οχυρωνόμαστε πίσω από τη θέση πως “ό,τι είναι προαποφασισμένο δεν το συζητάμε, δεν το διερευνούμε”;» Ας παραβάλλουμε το παραπάνω με ένα ακόμη απόσπασμα του «διαλόγου» Αθηναίων και Μηλίων: «ΑΘ.: Αν ήρθατε σ’ αυτή τη συνεδρίαση για να κάμετε εικασίες για τα μελλούμενα ή για τίποτε άλλο, κι όχι, απ’ την τωρινή κατάσταση κι από όσα βλέπετε να σκεφτείτε για τη σωτηρία της πολιτείας σας, μπορούμε να σταματήσουμε[…]» για να πάρουν την απάντηση: «ΜΗΛ.: Είναι φυσικό και συγχωρείται, στη θέση  που βρισκόμαστε, να  πηγαίνει ο νους μας σε πολλά, κι επιχειρήματα και σκέψεις.» Κάποιοι λοιπόν θυμίζουν επικίνδυνα τους Αθηναίους κι οι συνάδελφοι είναι λογικό να έχουν το νου τους σε πολλά, δεδομένης της θέσης που βρίσκονται και των όσων πέρασαν.

Μιας λοιπόν και ξεκινήσαμε με απόψεις ενός ιστορικού και με απόσπασμα αρχαίας ιστορίας, ας δούμε μέσω κάποιων ερωταπαντήσεων την ιστορία των «διαλόγων» που έχουν εξαγγελθεί απ’ τους εκάστοτε κυβερνώντες ως τις ημέρες μας.

Ερώτηση 1η: Είναι η πρώτη φορά που εξαγγέλλεται εθνικός διάλογος για την Παιδεία;

Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας υπουργός Παιδείας εξαγγέλλει «διάλογο» και στέλνει πρόσκληση σε όλους τους αρμόδιους φορείς. Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιων διαλόγων στην πρόσφατη ιστορία του υπουργείου είναι του κ. Σουφλιά (Ν.Δ.) -που αντικατέστησε τον κ. Κοντογιαννόπουλο, αμέσως μετά την δολοφονία του συναδέλφου μας Ν. Τεμπονέρα-, του κ. Αρσένη (ΠΑΣΟΚ), αμέσως μετά την ενάμιση μηνός απεργία του κλάδου μας, της κ. Διαμαντοπούλου (ΠΑΣΟΚ) και του κ. Αρβανιτόπουλου (Ν.Δ.), καθώς οι δύο τελευταίοι είχαν αναλάβει την εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων στην Παιδεία. Ο σημερινός υπ. Παιδείας κ. Φίλης, ακολουθώντας τα βήματα των προκατόχων του, με επιστολή του, καλεί τους εκπαιδευτικούς, τους συλλόγους διδασκόντων, γονείς και μαθητές, να συμμετέχουν στον «διάλογο». Η πρόσκληση αυτή γίνεται σήμερα, «κατόπιν εορτής». Η κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) στην οποία μετέχει ο κ. Φίλης, εφαρμόζει τις ίδιες με τους προηγούμενους υπουργούς πολιτικές, δεσμευμένη απ’ την υπογραφή του 3ου μνημονίου. Αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει ούτε στιγμή. Το ίδιο μνημόνιο ψήφισαν από κοινού στη Βουλή όλοι μαζί (ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ - ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΠΟΤΑΜΙ).

Ερώτηση 2η: Πώς γίνονται οι εθνικοί διάλογοι;

Και στο παρελθόν, όπως ακριβώς και σήμερα, οι υπουργοί συγκροτούσαν επιτροπές από «δοκιμασμένους» πανεπιστημιακούς, που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν οι εισαγωγείς των νεοφιλελεύθερων απόψεων στη χώρα μας και στη συνέχεια έγιναν οι επίσημοι εκφραστές τους. Οργάνωναν πανηγυρικές συναντήσεις και πλήρωναν αδρά την εμπειρογνωμοσύνη των «σοφών». Ο κ. Αρσένης μάλιστα πρόσθεσε μια καινοτομία, εισάγοντας τους «πολλαπλασιαστές» της κυβερνητικής πολιτικής, εκπαιδευτικούς δηλαδή, που έναντι κάποιας αμοιβής, ανέλαβαν τότε να διαφωτίσουν όλους εμάς, σε ειδικές συναντήσεις ανά ΠΥΣΔΕ, για τα καλά της «μεταρρύθμισής» του!

Ερώτηση 3η: Σε ποιες συνθήκες εξαγγέλλονταν οι εθνικοί διάλογοι και ποια κατάληξη είχαν όλοι οι προηγούμενοι;

Όλοι οι προηγούμενοι διάλογοι εξαγγέλλονταν κάθε φορά που οι σχεδιαζόμενες πολιτικές για την Παιδεία συναντούσαν την αντίσταση της εκπαιδευτικής κοινότητας. Αυτό συνέβαινε συνήθως γιατί οι πολιτικές αυτές είχαν ως πραγματικό στόχο την περιστολή των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών και την υποβάθμιση της αξίας του διδακτικού έργου του Δημόσιου Σχολείου και του εκπαιδευτικού. Βέβαια όλες οι μεταρρυθμίσεις στις εισηγητικές τους εκθέσεις, περιγράφουν ένα σχολείο ελκυστικό και ευχάριστο: υπόσχονται ελάφρυνση των παιδιών από τoν υπερβολικό φόρτο, διαβεβαιώνουν γονείς και μαθητές πως θα περιοριστεί ο ρόλος των φροντιστηρίων. Ωστόσο η εμπειρία 25 χρόνων μεταρρυθμίσεων, αναμορφώσεων και προσαρμογών έδειξε πως άλλα λέγονται και άλλα τελικά προκύπτουν στην πράξη. Αυτές οι αναντιστοιχίες δημιουργούσαν αρνητικό πολιτικό φορτίο στον εκάστοτε υπουργό. Έτσι, οι «διάλογοι» στις συνθήκες αυτές έντυναν με καλές προθέσεις και δήθεν συναινετική διάθεση την παραίτηση της Πολιτείας απ’ την υποχρέωσή της να παρέχει δωρεάν Παιδεία. Έκρυβαν δηλαδή τη συγκαλυμμένη μεταφορά του κόστους της εκπαίδευσης από την Πολιτεία στην οικογένεια και λειτουργούσαν αποπροσανατολιστικά,. Όλοι αυτοί οι «διάλογοι» είχαν εν τέλει έναν κοινό τόπο: την προσπάθεια των υπουργών (και των κυβερνήσεών τους συνακόλουθα) να ξεπεράσουν μια δυσμενή γι’ αυτούς κατάσταση, να κερδίσουν χρόνο, να ανιχνεύσουν τις διαθέσεις των εκπαιδευτικών και να προετοιμάσουν το έδαφος για τα επόμενα μέτρα.  

Ερώτηση 4η: Σε ποιες συνθήκες επιχειρείται σήμερα να εμπλακεί η εκπαιδευτική κοινότητα στον «διάλογο»;

Ο σημερινός υπουργός μας προτρέπει όλους να συζητήσουμε, είτε σε παιδαγωγικές συνεδριάσεις των συλλόγων διδασκόντων, είτε οργανώνοντας συζητήσεις μαζί με γονείς και μαθητές στα σχολεία. Ας δούμε όμως τα πραγματικά δεδομένα:

Δόθηκαν εύκολα ψεύτικες υποσχέσεις απ’ τη μεριά του Υπουργείου για διορισμούς που θα γίνονταν το Σεπτέμβρη του 2015, αλλά πάγωσαν και για όλο το 2016, αφού παραβιάζουν το πλαίσιο του 3ου μνημονίου και δεν επιτρέπονται από το κουαρτέτο. Αυτές οι υποσχέσεις πολύ γρήγορα ξεχάστηκαν.

Ξέρουμε πως η χρηματοδότηση των σχολείων και η υλικοτεχνική υποδομή σήμερα, μετά από συνεχείς μειώσεις εδώ και τόσα χρόνια, είναι κάτω από 2,5% του ΑΕΠ. Οφείλουμε να θυμίσουμε πως η πρόταση του εκπαιδευτικού κινήματος είναι να δίνεται το 5% του ΑΕΠ. Τί ακριβώς να προτείνουμε για τα σχολεία; Μήπως ο Υπ. Παιδείας θέλει να προτείνουμε λύσεις για προσέλκυση χορηγών ή για αξιοποίηση των σχολικών χώρων προς εξεύρεση πόρων, όπως πρότεινε ο κ. Λιάκος στα πλαίσια του εθνικού διαλόγου, αφού «δεν γίνεται αλλιώς»;

Στην Ειδική Αγωγή, σε μία νύχτα ο υπουργός αλλάζει κατεύθυνση, καταργώντας έμμεσα τα Τμήματα Ένταξης. Πρόκειται ουσιαστικά για υποβάθμιση της Ειδικής Αγωγής. Η αναλογία αναπληρωτών-μονίμων στην Ειδική Αγωγή φτάνει στο 245% υπέρ των πρώτων και οι αναπληρωτές αναπληρώνουν τους εαυτούς τους, χωρίς να υπάρχει φως στο στην ομίχλη της εργασιακής τους επισφάλειας. Δηλώνει στην ΟΛΜΕ-ΔΟΕ πως τον επόμενο μήνα καταθέτει το νόμο για την Ειδική Αγωγή γιατί «ολοκληρώθηκε ο διάλογος». Αντιλαμβανόμαστε πότε και με ποιούς έγινε ο διάλογος;

Για τη μαθητική διαρροή, έρευνα του Συνηγόρου του Παιδιού δείχνει πως 30.000 ανήλικοι 15 -17 χρόνων εγκαταλείπουν το σχολείο μετά το Γυμνάσιο για να βρουν δουλειά. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. 322.000 παιδιά στερούνται τροφής, 44% των νοικοκυριών δηλώνει αδυναμία για τη διατροφή των παιδιών, 32.000 μαθητές αντιμετωπίζουν «επισιτιστική ανασφάλεια» -απλά πείνα-, πάνω από 1.500.000 συμπολίτες μας είναι άνεργοι. Τι να «προτείνουμε» για τα παιδιά που αναγκάζονται να δουλεύουν, όταν η φτώχεια και η ανεργία θερίζουν;

Σχετικά με τα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα ζητούνται προτάσεις. Σε ποια προγράμματα αναφέρεται ο υπουργός; Σε αυτά που περικόπτονται ή σε αυτά που δεν εφαρμόζονται πλήρως, αδιαφορώντας για στοιχειώδεις παιδαγωγικές αρχές; Ακόμη σήμερα υπάρχουν χιλιάδες κενά σε σχολεία. Ο υπουργός μας λέει πως δεν πρόκειται να καλυφθούν και πως διορισμοί θα γίνουν αν το επιτρέψει το κουαρτέτο. Ποιος διάλογος μπορεί να γίνει σ’ αυτό το πλαίσιο;

Η ενισχυτική διδασκαλία, δύο μήνες πριν το τέλος της σχολικής χρονιάς επιτέλους (!!!) άρχισε στο Γυμνάσιο. Για το Λύκειο ούτε λόγος. Τελειώνει η χρονιά, αλλά για την Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη ο υπουργός δήλωσε πως δεν υπάρχουν χρήματα. Θα βρεθούν χρήματα αν πάμε να συνομιλήσουμε με τον υπουργό;

Για την Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση μαθαίνουμε τί έχει ήδη σχεδιαστεί μέσω διαρροών (που όμως ως «Μήλιοι» δεν μπορούμε να αγνοήσουμε):

ü Τον Σεπτέμβριο στην Α΄ τάξη θα κάνουν εγγραφές μόνο τα ΓΕΛ.

ü Θα γίνει δραστική μείωση/συγχώνευση των ειδικοτήτων κατά 50%.

ü Η ΤΕΕ δεν θα αποτελεί μέρος της τυπικής εκπαίδευσης και θα ενταχθεί σε νέο φορέα της μη τυπικής εκπαίδευσης μαζί με την αρχική κατάρτιση ΣΕΚ, ΙΕΚ, (πρόταση Σ. Πάγκαλου, έκθεση R.E.N, Φίλης στην έναρξη των εργασιών της επιτροπής εθνικού διαλόγου).

ü Η φοίτηση θα καθορίζεται στο τέλος του α΄τετράμηνου.

ü Οι εγγραφές θα γίνονται ηλεκτρονικά. Η Α΄τάξη θα είναι κοινή σε ΓΕΛ, ΕΠΑΛ.

ü Οι εκπαιδευτικοί θα καλύπτουν ωράριο στα Δημόσια ΙΕΚ, σαν να αποτελούν κανονικές σχολικές μονάδες, αν και τα ΙΕΚ ανήκουν στη Διά Βίου Μάθηση, πράγμα που σημαίνει πως η υποχρεωτική μετακίνηση εκπαιδευτικών στα ΙΕΚ τον περασμένο Δεκέμβρη δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό, αλλά στρατηγικός στόχος.

ü Προστίθεται 4Ο μεταλυκειακό έτος, με μαθητεία – τσάμπα εργασία δηλαδή-, όπου θα γίνονται μαθήματα ειδικότητας και άσκηση σε επιχειρήσεις.

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου κ. Αντώνης Λιάκος, τόνισε: «θα πρέπει να γίνονται μαθήματα και στους γονείς, ώστε να μπορούν να συνεχίζουν στο σπίτι το έργο του σχολείου, όπως και να αναπτυχθεί σχέδιο συνεχούς επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, ακόμη και στα κενά του ωραρίου τους στο σχολείο». Οι γονείς λοιπόν θα συνεχίζουν στο σπίτι το έργο του σχολείου, αφού οι εκπαιδευτικοί δεν εργάζονται όσο πρέπει και (φυσικά!!) δεν είναι επαρκώς επιμορφωμένοι. Γι αυτό και επιτελούν πλημμελώς τα καθήκοντά τους, αφήνοντας κενά στο έργο τους, τα οποία θα καλύπτονται από επιμορφωμένους γονείς. Βέβαια δεν ασχολείται κανείς από τους «σοφούς» του διαλόγου με το τι σημαίνει κενό για τους εκπαιδευτικούς. Δεν άκουσε κανείς για τους εκπαιδευτικούς που τρέχουν στα κενά τους σε δεύτερο, τρίτο ή τέταρτο σχολείο, για να συμπληρώσουν το ωράριό τους. Δεν έχει ακούσει κανείς για τον όγκο των εξωδιδακτικών και γραφειοκρατικών καθηκόντων, που έχουν προστεθεί στα καθημερινά βάρη και πόσο αναγκαίο είναι το διάλειμμα για να συνεχίσουν οι εκπαιδευτικοί (και οι μαθητές μας) στην επόμενη διδακτική ώρα.

Διατηρείται και επεκτείνεται το αυταρχικό πλαίσιο στη διοίκηση των σχολείων. Τροποποιήθηκε αιφνιδιαστικά –με υπουργική απόφαση– το καθηκοντολόγιο για το ρόλο των σχολικών συμβούλων και τους αναθέτει ουσιαστικά διοικητικά καθήκοντα, ρόλο επόπτη-επιτηρητή και απαιτεί αυστηρότερο έλεγχο εφαρμογής των (αντιεκπαιδευτικών) οδηγιών του Υπουργείου, ακυρώνοντας τις αποφάσεις των συλλόγων διδασκόντων.

Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού, υπάρχουν πολλοί εκπαιδευτικοί με πλεόνασμα ωρών, που μπορούν να συνεισφέρουν στη μεγάλη προσπάθεια του εθνικού διαλόγου. Για να στηρίξει αυτές του τις δηλώσεις χρησιμοποιεί κι αυτός τις γνωστές (ίδιες με τους προκατόχους του) συνταγές, με μεγάλες δόσεις από λογιστικές «αλχημείες» και λαθροχειρίες, παραποιώντας την αλήθεια. Ο χρόνος εξωδιδακτικής εργασίας-γραμματειακής υποστήριξης που παρέχουν οι εκπαιδευτικοί δεν υπερβαίνει το 0,45% του συνολικού χρόνου εργασίας και γι αυτό ευθύνεται μόνο το υπουργείο. Αλλάζει τα ωρολόγια προγράμματα σε ειδικότητες και αποψιλώνει συστηματικά τα τελευταία χρόνια τα σχολεία από γραμματειακό προσωπικό. Τη γραμματειακή υποστήριξη στα σχολεία παρέχουν αναγκαστικά σήμερα οι εκπαιδευτικοί.

Ας πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους

Οι επικεφαλής του εθνικού διαλόγου λειτουργούν ως λαγοί στην κούρσα των «εποικοδομητικών» και «ρεαλιστικών» προτάσεων, εντός του δημοσιονομικού πλαισίου, που σφίγγει θανάσιμα όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης. Πρόκειται για τους μονολόγους του ΟΟΣΑ, που από το 2011 δίνει οδηγίες, οι κυβερνήσεις τις υλοποιούν και το Δημόσιο Σχολείο καταρρέει. Διάλογος δεν υφίσταται. Πρόκειται για έναν παραπλανητικό ευφημισμό και για κακοποίηση της έννοιας του διαλόγου. Ο «εθνικός διάλογος» έχει τελικό στόχο να κλειδώσουν νομοθετικά μέχρι τον Απρίλιο του 2016 όλες οι δεσμεύσεις του 3ου μνημονίου. Τότε θα τελειώσει κι ο «διάλογος» και θα έχει νομοθετηθεί η προσαρμογή του Δημόσιου Σχολείου στα πρότυπα του ΟΟΣΑ.

Τα εκρηκτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το Δημόσιο Σχολείο είναι γνωστά. Έχουν τεθεί κατ’ επανάληψη από τα σωματεία των εκπαιδευτικών στις εκάστοτε ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας. Προτάσεις έχουν γίνει, αμέτρητες κινητοποιήσεις από γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικούς έχουν δείξει ποιες είναι οι ανάγκες στα σχολεία, αμέτρητα υπομνήματα έχουν επιδοθεί, απαιτώντας λύσεις στα προβλήματα που ταλαιπωρούν τη Δημόσια Παιδεία. Δεν λείπουν οι ιδέες και οι προτάσεις.

Η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά τα προβλήματα του σχολείου και τις ανάγκες του. Γνωρίζει και τις θέσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας. Δεν δεσμεύεται όμως ούτε από τους εκπαιδευτικούς, ούτε απ΄την υποχρέωσή της να μορφώνει τα παιδιά μας. Δεσμεύεται μόνον από τα μνημόνια που συνομολόγησε με την Ε.Ε-ΔΝΤ-ΟΟΣΑ. Η με όποιον τρόπο συμμετοχή μας, σε αυτή τη διαδικασία, έστω με τις απόψεις μας και τα αιτήματά μας, κανένα αποτέλεσμα υπέρ των θέσεών μας δε θα έχει. Αντίθετα θα χρησιμοποιηθεί από την Κυβέρνηση ως νομιμοποιητικό στοιχείο των προειλημμένων αποφάσεών της! Το Υπουργείο δεν ενδιαφέρεται για το τι θα γράψει όποιος εκπαιδευτικός ή σύλλογος διδασκόντων θελήσει να ανταποκριθεί στο κάλεσμά του. Θέλει να αξιοποιήσει τη συμμετοχή αυτή ως μια επίφαση δημοκρατίας, ώστε να επιβάλει, χωρίς πολλές αντιστάσεις, τα μέτρα που έχουν ήδη ετοιμαστεί και έχουν υπογραφεί απ’ την κυβέρνηση. Το έχουμε ζήσει ξανά. Ας χρησιμοποιήσουμε την εμπειρία μας, γιατί διαφορετικά κινδυνεύουμε ως και να γίνουμε συνένοχοι και συνεργοί στην εφαρμογή της καταστροφικής μνημονιακής πολιτικής.

Άλλωστε, μήπως και οι Μήλιοι, κέρδισαν τελικά τίποτε απ’ τον «διάλογο» όπου «συμμετείχαν»; Ας τελειώσουμε όπως περίπου αρχίσαμε. Με λίγο Θουκυδίδη: «Και οι Μήλιοι […] συνθηκολόγησαν με τους Αθηναίους με τον όρο να αποφασίσουν εκείνοι  για την τύχη τους. Κι αυτοί σκότωσαν όσους Μήλιους ενήλικους έπιασαν, κι έκαμαν δούλους τα παιδιά και τις γυναίκες. Το νησί το αποικίσανε οι ίδιοι στέλνοντας αργότερα πεντακόσιους αποίκους».


ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ