Το καινό σχολείο είναι… κενό… σχολείο
(νέο) (άδειο)
Οποιαδήποτε προσπάθεια αναφοράς στο θέμα της εκπαίδευσης, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Είναι ένα θέμα για το οποίο όλοι έχουν μια γνώμη και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού όλοι έχουν περάσει από το σχολείο, οπότε όλοι έχουν τη βιωματική εμπειρία. Οι δυσκολίες γίνονται ακόμη μεγαλύτερες, αν στο θέμα της εκπαίδευσης αναφέρεται εκπαιδευτικός. Ωστόσο, αξίζει η προσπάθεια να γίνει κατανοητή η άποψη, η οποία συνοπτικά δηλώνεται στον τίτλο του κειμένου, δηλαδή να εξηγηθεί, γιατί το πολυδιαφημισμένο «Νέο Σχολείο» είναι ένα σχολείο ιδιαίτερα φτωχό σε μορφωτικό περιεχόμενο, σε τέτοιο βαθμό που, στο κοντινό ίσως μέλλον, να μην μπορούμε να μιλάμε για το Σχολείο, ως κατ’ εξοχήν φορέα γνώσης, σκέψης και καλλιέργειας, όπως μέχρι τώρα το θεωρούσαμε.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια αθέατη πλευρά διάλυσης της Δημόσιας Παιδείας, εκείνη που πρωτίστως ο εκπαιδευτικός μπορεί να αντιληφθεί, η οποία, σήμερα ειδικά, συντελείται παράλληλα με την φανερή πλευρά, αυτή του οικονομικού στραγγαλισμού της Παιδείας σε όλες τις βαθμίδες, και ακριβώς επειδή είναι αθέατη, είναι αναγκαίο να φωτιστεί. Μ’ άλλα λόγια πρέπει να αφαιρέσουμε το ψιμύθιο, να ξύσουμε την κρούστα των διακηρύξεων του υπουργείου, για να καταφέρουμε να προσεγγίσουμε τους πραγματικούς στόχους των σχεδιασμών του. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: γιατί η Πολιτεία σχεδιάζει και βιάζεται να «κατασκευάσει» ένα σχολείο στο οποίο η ουσιαστική γνώση, εκείνη που αποτελεί και τη βάση του κριτικού νου, είναι «εξόριστη» και κατ’ ουσίαν ανεπιθύμητη; Αυτό το ερώτημα δεν είναι καθόλου εύκολο να απαντηθεί, παρά μόνον αν ενταχθεί σ’ ένα συνολικότερο πλαίσιο θεώρησης, κοινωνικό και οικονομικό, τόσο στη χώρα μας, όσο στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ευρύτερα ακόμη. Είναι αναγκαίο να γίνει σύνδεση του ρόλου του Σχολείου με το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα μέσα στο οποίο υπάρχει και λειτουργεί.
Ό,τι ζούμε σήμερα στη Δημόσια εκπαίδευση με τέτοια ένταση, έλκει την καταγωγή του στη δεκαετία του 1970 και έχει τις ρίζες του στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τότε που το άνοιγμα των αγορών για κεφάλαια και εμπορεύματα προχωρούσε ταχύτατα και έθετε επιτακτικά το ερώτημα: ποιος είναι ο ρόλος του σχολείου στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, άρχισαν να εργάζονται πυρετωδώς οι διάφοροι διεθνείς «θεσμοί», υποστυλώματα και φύλακες-προστάτες της «ελεύθερης αγοράς» όπως ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι G7,8,9……20, o Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, οι οποίοι στην ατζέντα των συνόδων τους είχαν και την εκπαίδευση, λαμβάνοντας υπόψη το εξής δεδομένο: στην αυγή του 21ου αιώνα η παγκόσμια οικονομία θα μπορεί να συντηρηθεί με το 20% του ενεργού πληθυσμού, άρα απομένει ένα 80%, ποσοστό που είναι πολύ μεγάλο για να είναι εύκολα διαχειρίσιμο. Δεν χρειάστηκε να αιτιολογήσουν μεταξύ τους την πρόγνωση. Αυτοί ξέρουν!!! Και αφού έθεσαν με την ισχύ αξιώματος ή με τη φυσικότητα ενός καιρικού φαινομένου το δεδομένο αυτό ως βάση, ταχύτατα ανέθεσαν στους «ειδικούς», που αποτελούσαν και τις δεξαμενές σκέψης (think tanks), να επεξεργαστούν ένα σχέδιο «μεταρρυθμίσεων», με σκοπό να μετατραπεί το σχολείο σε κανονικό υπηρέτη της ζούγκλας, που «νόστιμα» και με λίγο συγκαλυμμένη δόση κυνισμού ονομάστηκε «αγοράς εργασίας».
Παρόμοια κινήθηκε και η Ευρωπαϊκή επιτροπή για θέματα Παιδείας. Προηγήθηκε, βεβαίως, η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Μαζί με τις τέσσερις ελευθερίες κίνησης που επισημοποιήθηκαν εκεί, (κεφαλαίων, αγαθών, υπηρεσιών και εργαζομένων), η εκπαίδευση υποχρεούται να αλλάξει σε δύο βασικές κατευθύνσεις: 1) η εκπαίδευση, ως υπηρεσία, θα πρέπει να πάψει να αποτελεί υποχρέωση του κράτους, άρα να ιδιωτικοποιηθεί και επομένως να εμπορευματοποιηθεί 2) η εκπαίδευση, ως βασικός μηχανισμός αναπαραγωγής του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, θα πρέπει να εργαστεί για την προώθηση της κινητικότητας των εργαζομένων μέσα από τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις και την ισόβια εναλλαγή απασχόλησης.
Οι «επαΐοντες» λοιπόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην προσπάθειά τους να σχεδιάσουν το νέο «σχολείο», άντλησαν κυρίως από την πλούσια εμπειρία της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης, που είχε επιχειρηθεί στα εκπαιδευτικά συστήματα της Βρετανίας στα μέσα της δεκαετίας του 1970 (επί Θάτσερ) και της Αμερικής (του Τζωρτζ Μπους-πατρός) στις αρχές της δεκαετίας του 1990 . Αυτοί οι σχεδιασμοί οδήγησαν σε Μακ-ντοναλντοποίηση 1 της εκπαίδευσης στη Βρετανία (όπως οι ίδιοι οι Βρετανοί ισχυρίζονται) και σε (καταγεγραμμένο) λειτουργικό αναλφαβητισμό το 60% των νέων στις ΗΠΑ. Δεν ομολογείται επίσημα, αλλά αυτός ήταν ο στόχος. Γι αυτό και έγινε η αποτίμηση των «διαρθρωτικών αλλαγών», ως ένα είδος ελέγχου για την αποτελεσματικότητα του σχεδιασμού. Έτσι, δεν είναι καθόλου δύσκολο να εξηγηθεί και η εκπληκτική ομοιότητα των βημάτων που ακολουθήθηκαν σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς επίσης και των συνθημάτων που υιοθετήθηκαν για την υλοποίηση του ίδιου ουσιαστικά σχεδίου. Στις ΗΠΑ χρησιμοποιήθηκε το δόλωμα για τους γονείς: “No Child Left Behind”, δηλαδή, αποδίδοντας στα Ελληνικά, «κανένα παιδί να μην μείνει πίσω», ενώ το 1997 στην Ελλάδα του τότε υπουργού Παιδείας, Αρσένη είχαμε: «Εκπαίδευση 2000: Για μια παιδεία ανοιχτών οριζόντων», «Στόχος μας είναι να εξαλείψουμε το φαινόμενο της παπαγαλίας, να αναπτύξουν τα παιδιά κριτική σκέψη και να αποκτήσουν γενική παιδεία». Οι άξονες της μεταρρύθμισης Αρσένη ήταν προσαρμοσμένοι στις κατευθύνσεις που καθορίζονται στα επίσημα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ. Πρόκειται για την, κακόφημη πια, Λευκή Βίβλο: «Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Απασχόληση, οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους για τη μετάβαση στον 21ο αιώνα», και για τη Λευκή Βίβλο για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση: «Διδασκαλία και Μάθηση: Προς την κοινωνία της γνώσης». Αντιπαραβάλλοντας αποσπάσματα από έκθεση εμπειρογνωμόνων του ΟΟΣΑ, στη δεκαετία του 1990, για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, με παραγράφους από κείμενο του ΥΠΕΠΘ με τίτλο «Εκπαίδευση 2000», (επί υπουργίας Αρσένη) αναδεικνύεται η ταύτισή τους. Οι καθηγητές απήργησαν, αγωνίστηκαν αλλά στην κρίσιμη καμπή του αγώνα τους …αποσύρθηκαν με σκυφτό το κεφάλι. Ήταν το τελευταίο κινηματικό σκίρτημα του κλάδου.
Σήμερα γνωρίζουμε καλά πως, ούτε η παπαγαλία, ούτε τα φροντιστήρια καταργήθηκαν, παρότι τελικά ίσχυσε μια πολύ πιο ήπια εκδοχή της «μεταρρύθμισης», κάτω από την πίεση των μαθητικών κινητοποιήσεων που ένοιωθαν πως το «μεταρρυθμισμένο» σχολείο τους απορρίπτει με τη ρετσινιά του αγράμματου. Δημοσίευμα της υπεράνω πάσης υποψίας «Καθημερινής», τρία μόλις χρόνια μετά την λειτουργία του σχολείου Αρσένη, αναφέρει πως η εισαγωγή στα πανεπιστημιακά τμήματα υψηλής ζήτησης (ΕΜΠ, Ιατρική κλπ.) σχετίζεται άμεσα με το επάγγελμα του πατέρα των εισαχθέντων φοιτητών. Για παράδειγμα στην Ιατρική Αθήνας το 2,7% των φοιτητών έχουν πατέρα γεωργό, κτηνοτρόφο κ.ά., 11,5% έχουν πατέρα εργάτη, τεχνίτη κ.ά. και 39,9% έχουν πατέρα στα επιστημονικά και ελεύθερα επαγγέλματα (Λακάσας Α., «Καθημερινή», Σχολές-φιλέτο μόνο για αστούς και πλούσιους, 13.4.2003).
‘Όλα αυτά αναφέρονται, για να λάβουμε υπόψη μας, πως η Ελλάδα ήταν πραγματική πρωταθλήτρια στην εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων λεγόμενων δογμάτων στην Παιδεία και όχι μόνο. Δεν καθυστέρησε καθόλου σε σχέση με τους «εταίρους» της, όπως προκλητικά λέγεται σήμερα από τους υπερασπιστές του σημερινού «μονόδρομου». Μάλιστα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1991, την ίδια χρονική περίοδο με τις ΗΠΑ επεχείρησε την πρώτη «βαθειά τομή», με σκοπό να…. «πειθαρχήσει» το Σχολείο και το Πανεπιστήμιο, αλλά απέτυχε προσκρούοντας στις αντιδράσεις εκπαιδευτικών, μαθητών και φοιτητών. Στις κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου δολοφονήθηκε από στελέχη της ΟΝΝΕΔ ο Ν. Τεμπονέρας στην Πάτρα και κάηκαν τέσσερις άνθρωποι από πυρκαγιά στο κατάστημα «Κάπα Μαρούσης», που προκλήθηκε από καπνογόνο της αστυνομίας, σε συλλαλητήριο στην Αθήνα.
Τελικά η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση Σημίτη τα κατάφερε καλύτερα στο να κάνει μια προκρούστεια προσαρμογή της Παιδείας στις επιταγές της λεγόμενης νέας οικονομίας. Η απόπειρα Μητσοτάκη ήταν «χοντροκομμένη» σε σχέση με την «προμελετημένη» του Σημίτη. Ήταν ο ίδιος ακριβώς στόχος που εξυπηρετούνταν και από τις δύο απόπειρες κι αυτό τεκμαίρεται από την πλήρη ευθυγράμμιση των στόχων του υπουργείου Παιδείας με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ και στις δύο χρονικές περιόδους. Αυτός, ο ένας και μοναδικός, στόχος ήταν η σταδιακή κατάργηση του δωρεάν χαρακτήρα της Δημόσιας εκπαίδευσης και η υποβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης γνώσης. Άλλωστε ο Β. Κοντογιαννόπουλος, υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που αναγκάστηκε σε παραίτηση για να εκτονωθεί η εκρηκτική ατμόσφαιρα στο χώρο της Παιδείας, προσχώρησε αργότερα στο ΠΑΣΟΚ και αναδείχθηκε στέλεχος των κυβερνήσεων Σημίτη. Η «Δημόσια δωρεάν Παιδεία», λοιπόν, γινόταν σταδιακά όλο και λιγότερο δωρεάν, όλο και λιγότερο Παιδεία.
Κι ας έρθουμε στο σήμερα. Εδώ ταιριάζει απόλυτα η ρήση: «Τρέχα πιο γρήγορα δάσκαλε!!! Ο παλιός κόσμος έρχεται ξοπίσω σου» 2 . Το ξέσπασμα της κρίσης ώθησε το υπουργείο σε επίσπευση των αλλαγών, λόγω της οικονομικής κρίσης και με όχημα την κρίση. Ο προβληματισμός των Ευρωπαίων επιτρόπων που είναι αρμόδιοι για την εκπαίδευση, στα τέλη του 2008, συμπυκνώνεται, με περίσσιο αυτή τη φορά κυνισμό, σε μερικές φράσεις: «Να βελτιώσουμε τις δεξιότητες και την πρόσβαση στην εκπαίδευση, εστιάζοντας στις ανάγκες των αγορών, να βοηθήσουμε την Ευρώπη στον παγκοσμιοποιημένο ανταγωνισμό, να εξοπλίσουμε τους νέους για τη σημερινή αγορά εργασίας και να απαντήσουμε στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης». Είναι ολοφάνερη η βιασύνη να μεταλλαχθεί το Σχολείο σε υπεργολάβο και προωθητικό παράγοντα των δυνάμεων της αγοράς. Τώρα είναι η ευκαιρία!!! Άλλωστε, ακούσαμε πολλές φορές από τα μέσα μαζικής «ενημέρωσης» την έκφραση, «η κρίση είναι ευκαιρία», χωρίς βέβαια να μας πουν για ποιον ακριβώς η κρίση αποτελεί ευκαιρία. Τελικά, ο κυνισμός περισσεύει εκεί που υπάρχει το αίσθημα της ισχύος.
Άραγε γιατί τόσος λόγος για δεξιότητες και γιατί σε αντιπαράθεση με τη γνώση και όχι σε συνδυασμό; Η απάντηση βρίσκεται και πάλι στις «προβλεπόμενες» ανάγκες της αγοράς εργασίας. «Προβλέπεται», ή, για να είμαστε ακριβείς, θα έπρεπε να πούμε σχεδιάζεται, ένα βιομηχανικό, τεχνολογικό και εν τέλει οικονομικό περιβάλλον, τόσο ασταθές που γίνεται χαοτικό μονάχα για τους «κάτω» όμως, αφού οι «πάνω», έτσι και μόνον έτσι, εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή τους, και συνεπώς, ο ορίζοντας της πρόγνωσης για το μέλλον της οικονομίας στενεύει διαρκώς. Επίσης, λένε οι ίδιοι αγοραίοι θεσμοί, θα παρατηρηθεί μια πόλωση στο επίπεδο των απαραίτητων γνώσεων των μελλοντικών εργαζομένων. Από τη μια μεριά θα απαιτείται ένα πολύ μικρό ποσοστό εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης, όπως είναι οι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, με μικρή αυξητική τάση, ενώ από την άλλη θα χρειαστούν πολύ περισσότερους, σε σύγκριση με τους υψηλά μορφωμένους, σε θέσεις εργασίας που απαιτούν μια ολιγόμηνη κατάρτιση, η οποία μπορεί να γίνει και στο…. σπίτι. Δηλαδή, απλοποιώντας, το Κεφάλαιο μετακομίζει διαρκώς ανά τον πλανήτη, για να συναντηθεί με τα μέγιστα δυνατά κέρδη, οπότε μετακομίζουν μαζί του η βιομηχανική παραγωγή, η τεχνολογία, άρα και οι πολύτιμες θέσεις εργασίας, οι οποίες, σημειωτέον, διατηρούν κάποια αξία για πολύ λίγο χρόνο σε σχέση με τη διάρκεια του εργασιακού βίου, αφού οι ίδιοι «προφήτες», που είναι και οι αρχιτέκτονες αυτού του μοντέλου παραγωγής, εκτιμούν ότι μια εργασία μέτριας εξειδίκευσης υποτιμάται κατά 7% κάθε χρόνο, ενώ παράλληλα ο εργασιακός βίος επιμηκύνεται. Αυτό σημαίνει πως μέσα σε δέκα χρόνια το πολύ, ο εργαζόμενος θα πρέπει να αλλάξει δουλειά, κατοικία…. χώρα και αυτό μπορεί να συμβεί τέσσερις, πέντε…. φορές στη ζωή του, με μικρά διαστήματα ανεργίας, αν όλα πάνε καλά και είναι αρκετά «ευέλικτος» και «προσαρμόσιμος». Στις ΗΠΑ ειδικότερα, πάλι οι «ειδικοί», μιλούν ανοιχτά για επτά διαφορετικές δουλειές στη διάρκεια του εργασιακού βίου.
Έτσι, εισαγόμενοι νεολογισμοί του τύπου flexi-curity, από τις λέξεις flexibility-security, εισέβαλαν στο λόγο των στελεχών του υπουργείου Παιδείας, ενώ τους ακούγαμε αρχικά μόνο από τους γνωστούς «ειδικούς» σε θέματα εργασίας. Τον συγκεκριμένο νεολογισμό απέδωσαν και στα Ελληνικά με την άθλια «λέξη» ευελ-φάλεια (ευελιξία- ασφάλεια-η λέξη ασφάλεια, σήμερα πια το ξέρουμε, είναι στάχτη στα μάτια) με εμφανή την ικανοποίηση στο πρόσωπό τους οι «κυρίες» Διαμαντοπούλου και Χριστοφιλοπούλου, αφού είχαν χωνέψει καλά το μάθημά τους και αφού μπορούσαν ανοικτά να μιλούν, χωρίς να χρειάζεται πλέον να κρύβεται ο κυνισμός τους. Φρόντιζαν παράλληλα να πείσουν την, απόλυτα χειραγωγούμενη από τα ΜΜΕ, κοινή γνώμη πως χτίζουν το σχολείο που θα δώσει δουλειά στα παιδιά μας, όταν το ίδιο το σύστημα δεν δίνει δουλειά, αλλά απαιτεί δουλεία.
Εξαπέλυαν παράλληλα μια βρώμικη επίθεση εναντίων όλων των εκπαιδευτικών, ενοχοποιώντας τους για την μορφωτική ένδεια των νέων. Είναι πράγματι πολύ εύκολο να κατασκευάσεις ενόχους για την κατάντια του Σχολείου, όταν με δόλιο τρόπο έχεις υφαρπάξει μέσα σε μια δεκαετία και τα τελευταία υπολείμματα συγκροτημένης γνώσης, παραχωρώντας την προπόνηση των υποψηφίων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση σταδιακά και ύπουλα στην «ελεύθερη αγορά», μέσα από την προμελετημένη αδυναμία του σχολείου να ανταποκριθεί πλήρως στις απαιτήσεις των εξετάσεων. Όποιος είχε χρήματα, αγόραζε για το παιδί του την απαραίτητη βοήθεια. Πρέπει να γίνει κατανοητό, πως το σημερινό σχολείο είναι σχεδιασμένο για να υπάρχει το φροντιστήριο, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο. Ήταν μια συγκαλυμμένη κατάργηση του «δωρεάν».
Αξίζει να επισημανθεί πως στην ίδια κατεύθυνση κινούνταν και η αλλαγή που έγινε στο περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων του Δημοτικού Σχολείου το 2006, ταυτόχρονα με την απόπειρα αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος επί υπουργίας Γιαννάκου, που οδηγούσε στην ιδιωτικοποίηση των Πανεπιστημίων. Τότε εγκαίρως οι Δάσκαλοι αντέδρασαν, διαβλέποντας αμέσως το κακό, αλλά δεν είχαν την επιτυχία που άξιζε στον επίμονο και δίκαιο αγώνα τους. Οι φοιτητές επίσης αγωνίστηκαν, η κυβέρνηση υπαναχώρησε τότε, αλλά η ιδιωτικοποίηση των Πανεπιστημίων γίνεται σήμερα, «από το παράθυρο», αφού σχεδιάστηκε πρώτα η οικονομική αφαίμαξή τους, για να ανοίξει ο δρόμος για τη συνάντηση με την ιδιωτική «πρωτοβουλία».
Σ’ όλες τις εκπαιδευτικές «μεταρρυθμίσεις» ακούραστοι θιασώτες των «σωτήρων» και των «εξορθολογιστών» ήταν οι γνωστές, χορτάτες, «ομιλούσες γραβάτες» 3 της τηλεόρασης. Έτσι πριν τις «αναδιαρθρώσεις» Διαμαντοπούλου, προηγήθηκε ένας επικοινωνιακός καταιγισμός από γυαλιστερά συνθήματα όπως «Πρώτα ο μαθητής», «ψηφιακό σχολείο», «ο μαθητής, ένας μικρός ερευνητής», «τα παιδιά μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν» και άλλα παρόμοια. Χρησιμοποιώντας πραγματικές μορφωτικές και παιδαγωγικές ανάγκες του Σχολείου, σχεδίασαν την μετατροπή του Σχολείου σε «μορφωτική και παιδαγωγική έρημο» και το κατάφεραν στα τρία τελευταία χρόνια. Ήταν αναγκαία και πάλι η απατηλή αμφίεση από τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, για να κρυφτούν οι πραγματικές προθέσεις.
Είναι φανερό πια, πως οι ωραίες παιδαγωγικές πρακτικές και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές δεν πάνε χέρι-χέρι, αν δεν έχουν την ίδια στόχευση. Με άλλα λόγια, πρέπει να γνωρίζουμε καλά σε ποιούς προτείνουμε και τί προτείνουμε ως παιδαγωγοί, γιατί ακόμα και οι καλύτερες ιδέες, αν δεν ενταχτούν στον σωστό πολιτικό στόχο, μετατρέπονται σε πολύτιμο προπέτασμα καπνού, πίσω από το οποίο κρύβονται πραγματικοί ολετήρες. Ας σημειωθεί, πως στα τέλη του 2009, όποιος εγκαίρως προσπαθούσε να υπαινιχθεί, έστω, τις επιφυλάξεις του απέναντι σε όσα σχεδιάζονταν, αντιμετωπίζονταν ως υπερασπιστής της ήδη προβληματικής δημόσιας εκπαίδευσης. Συκοφαντούσε, υποτίθεται, μια προσπάθεια «να μπει κι εδώ μια τάξη» στο μέχρι τότε απαξιωμένο Δημόσιο Σχολείο. Εδώ ταιριάζουν τα λόγια του Ελύτη: «Όταν ακούς "τάξη" ανθρώπινο κρέας μυρίζει». Η μέθοδος είναι γνωστή, δοκιμασμένη και αποτελεσματική, αρκεί να σταματά η σκέψη και να αποκοιμιέται η μνήμη. Άλλωστε η νωθρή σκέψη και η ναρκωμένη μνήμη αποτελούν βασική προτεραιότητα του σημερινού σχολείου.
Απ’ όλα τα παραπάνω συνάγεται ένα πολύτιμο συμπέρασμα: Το σύστημα έχει συνέχεια και συνέπεια στους στόχους του. Κάθε φορά που αναγκάζεται από την κίνηση του κόσμου να υποχωρήσει, καταστρώνει τα σχέδια για την επόμενη επίθεση. Το τι θα πετύχει, πώς θα το πετύχει και πότε θα το πετύχει, είναι άμεση συνάρτηση της δικής μας στάσης. Να το κρατήσουμε αυτό.
Ας τα θυμηθούμε ΟΛΑ λοιπόν. Όσα αφορούν την Παιδεία αλλά και την υγεία, το μισθό, τη σύνταξη, την ίδια τη ζωή μας. Αποτελούν όλα κομμάτια του ίδιου παζλ. Είναι ανάγκη να καταλάβουμε τι έγινε, γιατί έγινε, πώς έγινε και ποιους έπληξε. Πόσα ανεκτίμητα για τη ζωή μας κοινωνικά αγαθά, που αποκτήθηκαν με αγώνες και θυσίες χρόνων, έχουν απαλλοτριώσει αυτοί που εμφανίστηκαν ως προστάτες τους. Η επίμονη υπενθύμισή τους είναι αναγκαία, για να δούμε τι δεν κάναμε και γιατί σταθήκαμε άπραγοι, «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι» 4. Για να βρούμε το δρόμο να συναντηθούμε όλοι οι ΔΑΣΚΑΛΟΙ, όλων των βαθμίδων, οι γονείς, οι νέοι και οι νέες αυτού του τόπου, αποφασισμένοι, πιο έμπειροι και ανυπάκουοι στις εντολές όσων κλέβουν τα όνειρα για το μέλλον το δικό μας και των παιδιών μας. Η ιστορία του τόπου μας είναι γεμάτη από αντίσταση.
Εμείς θα αφήσουμε μόνα τα παιδιά; (Λένα Γκαραγκάνη, Εκπαιδευτικός Δευτεροβάθμιας)
(1: Πρόκειται για νεολογισμό, που εννοεί πως, όσο ποιοτικό είναι το γρήγορο φαγητό στα Mc Donald’s, άλλο τόσο ποιοτική είναι και η σύγχρονη «δημόσια» Παιδεία. 2: Παραλλαγή, για τις ανάγκες του κειμένου, ενός συνθήματος που ήταν γραμμένο στους τοίχους του Παρισιού το Μάη του 1968. Το αυθεντικό σύνθημα έλεγε: «Τρέχα πιο γρήγορα σύντροφε. Ο παλιός κόσμος έρχεται ξοπίσω σου». Αληθινά προφητικό!!! 3: Έκφραση παρμένη από ποίημα του Μπρεχτ 4: Κώστας Βάρναλης.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου