Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Καθηγητές:Μας οδηγεί η αγανάκτηση και το φιλότιμο


Καθηγητές: Μας οδηγεί η αγανάκτηση και το φιλότιμο

08:39, 18 επ 2013 | tvxsteamtvxs.gr/node/138653

Εικόνα διάλυσης των ελληνικών γυμνασίων και λυκείων περιγράφει στο tvxs.gr ο θεολόγος, μέλος της Γ’ ΕΛΜΕ Αθήνας, Βασίλης Ξυδιάς. Παραθέτει ενδιαφέροντα στοιχεία για την αναλογία εκπαιδευτικών/μαθητών, εξηγεί πώς οι καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης έφτασαν στην απεργία διαρκείας, υπογραμμίζει τι αρχικά καθησύχασε την κυβέρνηση και χαρακτηρίζει κρίσιμα για τις εξελίξεις τα επόμενα 24ωρα.


Πώς είδατε την έναρξη της απεργίας; Ήταν τόσο μεγάλη η συμμετοχή όσο λέει η ΟΛΜΕ; Πώς το εξηγείτε; Ήταν αναμενόμενο;

Η συμμετοχή στην απεργία ήταν πράγματι πέρα από κάθε προσδοκία. Δεν έχω προσωπικά τη δυνατότητα να επαληθεύσω αν ξεπερνά το 90% που λέει η ΟΛΜΕ, αλλά μού φαίνεται πολύ λογικό. Στην περιοχή του Γαλατσίου, που υπηρετώ, τα περισσότερα σχολεία δεν λειτούργησαν καθόλου. Και στα λίγα που λειτούργησαν, γνωρίζοντας κάπως το εργασιακό κλίμα, θα περίμενε κανείς να μην απεργήσουν παρά μόνον οι δύο-τρεις συνήθεις ύποπτοι. Κι όμως, και σ’ αυτά τα “δύσκολα” σχολεία απήργησαν πάνω απ’ τα δύο τρίτα των καθηγητών. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Κι ανεξάρτητα με το πώς θα εξελιχθεί η απεργία τις επόμενες ημέρες, η τεράστια αυτή αρχική συμμετοχή έχει τη δική της αξία. Η κυβέρνηση και τα συστημικά ΜΜΕ θα προσπαθήσουν βέβαια να την υποβαθμίσουν, αλλά δεν νομίζω ότι θα τα καταφέρουν.

Τίθεται τώρα το ερώτημα πώς ερμηνεύεται αυτή η συμμετοχή. Κοιτάξτε, φαίνεται ότι συνέβη το εξής. Όταν εξαγγέλθηκε η απεργία οι καθηγητές ήταν χωρισμένοι σε τρεις ομάδες: (α) σ’ αυτούς που, είτε λόγω άποψης, είτε λόγω θέσης (διαθεσιμότητες κλπ), είχαν ήδη από το καλοκαίρι βγει στα κάγκελα με ένα σαφώς πολιτικό αίτημα ανατροπής της κυβέρνησης· (β) σ’ αυτούς που θα ήθελαν να υπάρξει κάποια αντίδραση στα κυβερνητικά μέτρα, αλλά είτε το αίσθημα του ανώφελου, είτε η οικονομική ανάγκη τούς έκαναν από επιφυλακτικούς έως πολύ αρνητικούς στην ιδέα της απεργίας· και (γ) σ’ αυτούς που ήταν ξεκάθαρα αντίθετοι. Την απόφαση για απεργία την πήρε ουσιαστικά η πρώτη ομάδα μαζί με ένα πολύ μικρό κομμάτι της δεύτερης. Ήταν το 25-30% του κλάδου που μετείχε στις Γενικές Συνελεύσεις και ψήφισε τη συγκεκριμένη απόφαση για απεργία διαρκείας με τη μορφή των πενθήμερων. Αυτά όλα η κυβέρνηση προφανώς τα ήξερε, και γι’ αυτό ήταν καθησυχασμένη ότι δεν θα συμμετείχαν στην απεργία ούτε καν αυτοί που την ψήφισαν.

Αυτό όμως που ακολούθησε είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον. Στην αρχή οι μαχητικές αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων δεν άλλαξαν την ψυχολογία στα σχολεία. Εξακολουθούσε να επικρατεί ο πεσιμισμός της ενδιάμεσης ομάδας, πράγμα που μεταφραζόταν σε μια κατάσταση “μη συζητήσεως”. Ο καθένας ασχολιότανε με τη “δουλειά του” μέσα σ’ ένα γενικό κλίμα κατήφειας και πλήρους αδιαφορίας – φαινομενικής όπως αποδείχθηκε – για την απεργία και το πολιτικό ζήτημα. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει όταν αυτή η κραυγαλέα “αδιαφορία” έγινε αντικείμενο κριτικής σε μεμονωμένες παρέες καθηγητών. Στις κουβέντες αυτές σιγά-σιγά έμπαιναν και άλλοι, και τελικώς, με τον τρόπο αυτό το θέμα ήρθε στην επιφάνεια και προκλήθηκαν κανονικές συλλογικές συζητήσεις μεταξύ του συνόλου των εκπαιδευτικών σε κάθε σχολείο. Αυτό ήταν! Από τη στιγμή που το θέμα ετέθη σε συζήτηση, δεν χρειάστηκαν πολλά επιχειρήματα. Οι ίδιοι αυτοί συνάδελφοι που προηγουμένως φαινόταν να το αγνοούν, οι ίδιοι αυτοί σήκωσαν το βάρος της επιχειρηματολογίας. Δεν είναι δυνατόν – έλεγαν. Οφείλουμε να απεργήσουμε, έστω για δυο-τρεις μέρες· για να μπορούμε μετά να κοιτάξουμε στα μάτια τους συναδέλφους που απολύθηκαν.

Σ’ αυτό το ιδιόμορφο μείγμα αγανάκτησης και φιλότιμου, πολιτικού ξεσηκωμού και ηθικού χρέους προς τον συνάδελφο, αποδίδω εγώ τον τεράστιο όγκο συμμετοχής στην απεργία. Το πρώτο είναι ο ενεργειακός πυρήνας, το δεύτερο ο φορέας της επέκτασης. Είναι μια πολύ ιδιόμορφη, ρευστή κατάσταση, με αντιφατική δυναμική που μπορεί να ξετυλιχτεί και προς τη μία και προς την άλλη κατεύθυνση. Η συνέχεια θα εξαρτηθεί από πολλά. Απ’ το πώς θα αντιδράσει στις αμέσως επόμενες μέρες η υπόλοιπη κοινωνία (ιδιαίτερα οι γονείς και οι μαθητές, αλλά και οι άλλοι κλάδοι εργαζομένων). Καθώς επίσης και από τους χειρισμούς των δύο πλευρών. Οι επόμενες μέρες θα είναι πολύ κρίσιμες.

Ποια είναι η πραγματική διάσταση της κατάστασης που διαμορφώνεται στο ελληνικό σχολείο; Είναι τόσο καίριες οι ελλείψεις για τη λειτουργία του ή αυτές υπερτονίζονται χάριν των -θεμιτών κατά τα άλλα- εργασιακών διεκδικήσεων του εκπαιδευτικού προσωπικού;

Η λέξη «ελλείψεις» δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που συμβαίνει. Μιλάμε για φοβερά πράγματα. Τα σχολεία βρίσκονται χωρίς φύλαξη και χωρίς καθαριότητα (άσχετα αν σε πολλές περιπτώσεις το κενό καλύφθηκε απ’ το φιλότιμο των “διαθεσίμων” φυλάκων και καθαριστριών). Στα Επαγγελματικά Λύκεια που αποδεκατίστηκαν από τις διαθεσιμότητες υπάρχουν μαθητές που ακόμα και τώρα που μιλάμε δεν ξέρουν σε ποια τάξη ανήκουν, αφού δεν έχουν γίνει ακόμα οι επαναληπτικές εξετάσεις. Αλλά και οι υπόλοιποι που πέρασαν κανονικά την τάξη δεν ξέρουν αν οι ειδικότητες που τους ενδιαφέρουν θα περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα του σχολείου. Κλπ κλπ.

Δεν πρόκειται για τη συνήθη ελληνική ανοργανωσιά. Όλα αυτά αποτελούν έκφραση της συστηματικής κατεδάφισης του δημόσιου σχολείου με πρώτο στόχο την καρατόμηση του εκπαιδευτικού προσωπικού. Θα σας δώσω κάποια στοιχεία για τη δευτεροβάθμια, που γνωρίζω καλύτερα. Το 2010 οι εκπαιδευτικοί σε γυμνάσιο και λύκειο ήταν 102.000. Το 2012 είχαν μειωθεί σε 87.000. Είχαμε δηλαδή μέσα σε δυο χρόνια 15% μείωση. Κι ήρθε το φετινό καλοκαίρι που φτάσαμε περί τους 71.000 (με τους 10.000 αναπληρωτές που δεν ανανεώθηκε η σύμβασή τους, περί τους 3.500 που πήραν σύνταξη και τους 2.500 που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα). Μέσα σε δύο μόλις μήνες η μείωση ήταν πάνω από 18%. Συνολική μείωση στα χρόνια του μνημονίου περί το 30%. Λένε ότι στα επόμενα δύο χρόνια, μέχρι δηλαδή το τέλος του 2015, θα πρέπει να φύγουν άλλες 20.000, ώστε να φτάσουμε τους 50 με 52 χιλιάδες· τους μισούς απ’ όσοι ήμασταν πριν το μνημόνιο.

Δεν φαντάζομαι να υπάρχει κανείς που να πιστεύει σοβαρά ότι αυτή η αποψίλωση της εκπαίδευσης από τους ανθρώπους της – και με τον τρόπο μάλιστα που γίνεται – έχει να κάνει με «εξορθολογισμό», «βελτίωση της αποδοτικότητας» κτό. Είναι οι απαιτούμενες ανθρωποθυσίες στον δράκο που λέγεται τρόικα. Ανθρωποθυσίες που απ’ τη μια έχουν να κάνουν με την άνευ όρων και προϋποθέσεων μείωση του μισθολογικού κόστους του δημοσίου, ταυτόχρονα όμως αποτελούν μέρος μιας γενικότερης επιχείρησης για συρρίκνωση του δημόσιου σχολείου, μέρος της οποίας είναι το λεγόμενο «Νέο Λύκειο», και η υπαγωγή της ιδιωτικής εκπαίδευσης στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εμπορίου. Βλέπετε, είναι όλα τόσο διαφανή! Είναι τόση η ξεδιαντροπιά του υπουργού, που δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να κρύψει τις σχέσεις του με τους μεγαλοκόρακες της ιδιωτικής κατάρτισης που είναι έτοιμοι να διεισδύσουν όχι μόνο στα κενά της αιμορροούσας επαγγελματικής εκπαίδευσης, αλλά και στην ίδια τη γενική εκπαίδευση. Δεν ξέρω αν έχετε υπ’ όψη σας τα σχετικά βίντεο που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και δείχνουν τον Υπουργό Παιδείας να εγκαινιάζει τα νέα εκπαιδευτήρια των γνωστών ΙΕΚ λίγες μόνο μέρες πριν ο ίδιος καταργήσει τις αντίστοιχες ειδικότητες στα ΕΠΑΛ. Υποψιάζομαι ότι ο Αρβανιτόπουλος με το ψαλίδι στα εγκαίνια των μεγαλοΙΕΚ θα μείνει για την εποχή των μνημονίων το ανάλογο αυτού που ήταν για τα χρόνια της χούντας ο Παττακός με το μυστρί.

Αυτό λοιπόν είναι το πρόβλημα, και γι’ αυτό, όταν λέμε «όχι στις απολύσεις και στις διαθεσιμότητες», αυτό δεν είναι πλέον «κλαδικό» αίτημα· δεν είναι «εργασιακή διεκδίκηση». Είναι αντίσταση στην κατεδάφιση του σχολείου. Και είναι – ή οφείλει να γίνει – μέρος της γενικότερης κοινωνικής αντίδρασης στη γενικευμένη καταστροφή των κοινωνικών υποδομών της χώρας μας.

Υπάρχει εύκαιρη η αναλογία εκπαιδευτικού ανά μαθητή στην ελληνική μέση εκπαίδευση; Είναι δυνατή η σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα;

Καλά κάνετε και ρωτάτε, γιατί μ’ αυτούς τους αριθμούς η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ έχουν παίξει τα τελευταία χρόνια ένα πολύ άσχημο παιχνίδι παραπλάνησης της κοινής γνώμης. Τον Μάρτιο του 2010 δημοσιεύθηκε μια έκθεση του ΟΟΣΑ η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα πως η Ελλάδα έχει τους περισσότερους εκπαιδευτικούς ανά μαθητή απ’ όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ και της ΕΕ. Βασισμένη σε στοιχεία του 2009 έβγαζε πως σε κάθε χίλιους μαθητές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αντιστοιχούν 117,4 έλληνες εκπαιδευτικοί, δάσκαλοι και καθηγητές, ενώ οι αντίστοιχοι Μέσοι Όροι της Ε.Ε. των δεκαεννέα ήταν 82,7 και των χωρών του ΟΟΣΑ 76,4. Πραγματικά εντυπωσιακό συμπέρασμα, από το οποίο προκύπτει αβίαστα η ιδέα ότι υπάρχει ανάγκη για δραστική μείωση του αριθμού των εκπαιδευτικών.

Έλα όμως που η εικόνα αυτή είναι ψευδής! Διότι αυτό που η έκθεση τεχνηέντως απέκρυβε – αν και προκύπτει αβίαστα απ’ τα ίδια τα δικά της στοιχεία – ήταν πως, εκτός απ’ τους εκπαιδευτικούς, στις άλλες χώρες απασχολούνται και πολλές άλλες κατηγορίες εργαζομένων (διοικητικοί, ερευνητές κλπ επιστημονικό και βοηθητικό προσωπικό) που εκτελούν άλλες εργασίες πλην της καθαυτό διδασκαλίας· εργασίες που στην Ελλάδα πραγματοποιούνται κυρίως από εκπαιδευτικούς. Αν αυτό ληφθεί υπ’ όψη, τότε η αναλογία εργαζομένων για κάθε χίλιους μαθητές στην ελληνική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι 130,3, ενώ για παράδειγμα στη γειτονική μας Ιταλία είναι 156,4 και ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός Μ.Ο. είναι 125. Βλέπουμε δηλαδή ότι η εικόνα αλλάζει εντελώς.

Αλλά για να αξιολογήσουμε σωστά κι αυτά τα βελτιωμένα νούμερα θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη δύο επιπλέον ελληνικές ιδιαιτερότητες: (α) Η μία ιδιαιτερότητα είναι η ύπαρξη του εκτός Ελλάδος Ελληνισμού, που συνεπάγεται την υποχρέωση του ελληνικού κράτους να φροντίζει για την εκπαίδευση των ελληνόπουλων σε όλο τον κόσμο, πράγμα που σημαίνει ότι ο πραγματικά εξυπηρετούμενος πληθυσμός είναι μισή φορά πάνω απ’ αυτόν που υπολογίζει η έκθεση. (β) Η άλλη ιδιαιτερότητα έχει να κάνει με τον νησιωτικό χαρακτήρα της Ελλάδας, που συνεπάγεται πολλές διάσπαρτες σχολικές μονάδες, οι οποίες πρέπει φυσικά να στελεχώνονται από το σύνολο των ειδικοτήτων, ανεξαρτήτως του μικρού ή μεγάλου αριθμού μαθητών σε κάθε νησί.

Αν σε όλα αυτά συνυπολογίσουμε τη δραστική μείωση της τάξης του 15% που, όπως είπαμε παραπάνω, έγινε τη διετία 2010-11, τότε, πριν τις διαθεσιμότητες και τις μετατάξεις του καλοκαιρού η αναλογία ήταν 99,8 εκπαιδευτικοί και 110,8 συνολικά εργαζόμενοι για κάθε χίλιους μαθητές· πολύ κάτω απ’ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αν συνυπολογίσουμε την επιπλέον μείωση προσωπικού μέσα στο καλοκαίρι, τότε η παρούσα αναλογία είναι 82,2 εκπαιδευτικοί και 91,2 συνολικά εργαζόμενοι για κάθε χίλιους μαθητές. Να λοιπόν πώς οι αριθμοί έρχονται να ταιριάξουν με την κατάσταση διάλυσης που υπάρχει στα σχολεία.

Παρά ταύτα, και παρά το γεγονός ότι η ΟΛΜΕ τα έχει εξηγήσει αυτά κατ’ επανάληψη και προς πάσα κατεύθυνση, τα συστημικά ΜΜΕ επιμένουν μονότονα στην ίδια επιχειρηματολογία. Παράλογο; Όχι, ασφαλώς. Στηρίζουν προφανώς τη νέα φάση της μνημονιακής πολιτικής, στην οποία έχει περάσει η κυβέρνηση από τα τέλη της άνοιξης και μετά, που δεν αφορά πλέον τα μισθολογικά, τα φορολογικά και τα άλλα μέτρα οικονομικής αφαίμαξης, αλλά τις περιβόητες «μεταρρυθμίσεις», που συνιστούν, όπως αποδεικνύεται, τον πυρήνα του μνημονίου. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το κλείσιμο της ΕΡΤ και οι διαθεσιμότητες και οι μετατάξεις στην παιδεία, την υγεία, την αυτοδιοίκηση, και έπεται συνέχεια.

Κι εδώ τίθεται βέβαια το ζήτημα της στρατηγικής· των στόχων και των μέσων του εκπαιδευτικού κινήματος, καθώς και των άλλων κλαδικών κινημάτων. Κάθε επιμέρους κίνημα οφείλει να συνδυάσει την υπεράσπιση του ιδιαίτερου κοινωνικού αγαθού που εκπροσωπεί με το κεντρικό πολιτικό ζήτημα της απαλλαγής απ’ την τρόικα και τα μνημόνια. Πρέπει να δούμε ποιες είναι οι κατάλληλες μορφές αγώνα που δεν θα διαχωρίζουν τα κινήματα απ’ την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά θα τα ενώνουν μ’ αυτήν· πώς στη θέση της απελπισίας και της ηττοπάθειας θα εμπνεύσουν μια δυναμική αισιοδοξία ότι η νίκη είναι μεν δύσκολη αλλά εφικτή.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου